United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.

Η Εξωτική υπήκουσε μάλιστα διά χάριν της Ζωηδίας και λαβούσα με το χέρι της ερράντισε τας δύο σκύλλας και ευθύς μετεμορφώθησαν εις την πρώτην τους μορφήν· ύστερα ερράντισε και το στήθος της Αμηνάς και ιατρεύθη ευθύς.

Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος. . . Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.

Το έν μεν είναι αυτό που ελέγαμεν περί της ψυχής, ότι δηλαδή είναι το αρχαιότερον και θεϊκώτερον από όλα τα πράγματα, εις τα οποία η κίνησις λαβούσα σύμμαχον την γένεσιν επρομήθευσε αιωνίαν ύπαρξιν. Το δε άλλο είναι με ποίαν τάξιν γίνεται η κίνησις και των άστρων και όσα άλλα διοικεί ο νους ο τακτοποιήσας το σύμπαν.

Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη! — Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ; — Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς ανθρώπους. Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον! — Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου. Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί, — Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.

Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·

Υπάγωμεν, εψιθύρισεν ο άνθρωπος εκείνος, τείνων την χείρα του προς την Αϊμάν. — Υπάγωμεν, είπεν η νέα, λαβούσα την χείρα του.

Και τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας. Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ' ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα.

Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδοςτα χιόνια και τ' αλάτιτη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.