United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλήθεια θα ήτο να τρελλαίνεται κανείς! Και η Κυρά Ρήνη εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών, σκεπτομένη ταύτα ενώ το αίμα ανήρχετο πλημμυρίζον διά του τραχήλου εις το πρόσωπον, απειλούν να πηδήση άφθονον από των οφθαλμών. Εφ' όσον εσκέπτετο την αγνότητα του Γιάννου τοσούτον αι επιθυμίαι της ακράτητοι εξεγείροντο και ήθελε πάση θυσία να τον απολαύση. — Δεν θα μου γλυτώσης, εψιθύρισε.

Η Κυρά Ρήνη διά μέσου των φλογών, είδε και την τελευταίαν φάσιν της ζωής του Γιάννου και της Μάρως. Αφ' ης ώρας τα είδε κινδυνεύοντα εις την λίμνην δεν τ' αφήκε καθόλου διά των οφθαλμών της. Αν και ήτο τόσον μακράν αυτών, εν τούτοις διά των μαγγανειών και των εξορκισμών της τα έκαμνε να την ενθυμώνται ανά παν βήμα, να αισθάνωνται την οργήν της αδιαλείπτως πλησίον των.

Αυτά ακόμη καλά καλά δεν εβγήκαν από τ' αυγό και θα έχουν τόσην πονηρίαν!. . . Η Κυρά Ρήνη βραδυπορούσα επέστρεφεν εις τον πύργον, μη θέλουσα κατ' ουδένα λόγον να πιστεύση εις την φυγήν των παιδιών· ήτο βεβαία μάλιστα, κάτι έλεγεν εις αυτήν ότι θα τα εύρισκεν εκεί επιστρέφουσα. . . Αλλ' η περί φυγής ιδέα εδέσποζε πάλιν του νοός της και όσον ήθελε να την αποδιώξη τόσον επέστρεφεν εκείνη επιμόνως.

Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδοςτα χιόνια και τ' αλάτιτη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.

Όλα τα πέριξ, ει και βωβά, ωμίλουν εις εκείνον ευγλώττως ότι εκεί ήτο ο Πύργος της Κατάρας, διά τον οποίον συχνά του ωμίλει η Κυρά Ρήνη.

Εν τω νοσηρώ εκείνω δωματίω, με ολίγον φως ερχόμενον από τινος φεγγίτου την ημέραν, με ολιγώτερον την νύκτα, με μαύρον ψωμί, με το ψύχος και τας στερήσεις, γονυπετή και αλυσσίδετον προσεπάθει η Κυρά Ρήνη να παρασύρη αυτόν εις τας παραλόγους επιθυμίας της.

Η Μάρω εσκέπτετο πάντα ταύτα καταπίνουσα τα δάκρυά της και καταρωμένη εξ όλης ψυχής την Κυρά Ρήνη, την αναθεματισμένην Κυρά Ρήνη η οποία ήτο η μόνη πρόξενος των τόσων των κακουχιών. Έστρεφε το βλέμμα πέριξ αναζητούσα μέρος τι, μικράν τινα κατοικίαν, καμμίαν καλύβην ερημικήν, αλλά τίποτε· ούτε δένδρον, ούτε χαμόκλαδον διέκρινεν. . .

Ούτω δε ότε μετά μικρόν η Κυρά Ρήνη συνήλθε τα διέκρινε πολύ μακράν απ' αυτής. Επεθύμει ν' αρχίση πάλιν την καταδίωξιν αλλά δεν ηδύνατο σχεδόν ούτε να κινήση τα μέλη της. Εστάθη λοιπόν ασθμαίνουσα και αμηχανούσα.

Η Κυρά Ρήνη εξημμένη εκ της οργής και του δρόμου, κάθιδρως, κατακόκκινη, με το πρόσωπον παραμορφωμένο έτρεχεν ακόμη ουχί πλέον κυρία εαυτής αλλ' ενδίδουσα εις εσωτερικήν τινα δύναμιν, σπασμώδη κίνησιν νεύρων και μυών, ως ροκέτα εις την ώθησιν της πυρίτιδος.

Την κατωτέρω διήγησιν, καθώς και μίαν άλλην, επιγραφομένην «το Θαύμα της Καισαριανής», ήκουσα εκ στόματος της παθούσης, ήτις είνε η κυρά Ρήνη Ελευθέραινα, του ποτέ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Αθηναία. «Με είχαν παρατήσει όλοι οι δικοί μου, ο άνδρας μου, όπως κι' ο αδερφός μου...Είχα πανδρευθή μικρή, μ' αυτόν τον μπάρμπα-Λευθέρη, που βλέπεις που κοντεύει τώρα τα ογδονταπέντε.