United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Ενώ ταύτα εσκέπτετο και σήμερον, ως πάντοτε η Γαλανή παρά την καλύβαν της καθημένη, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον καθαρόν ουρανόν. Εκατέβασεν αυτούς εις τα πέριξ καταπράσινα τοπία, τους προσήλωσεν επ' ολίγον εις την απέναντι ράχην, όπου ήσαν τα κατσικάκια της κ' έπειτα στραφείσα προς την μικράν ανεψιάν της: — Κάτσε κατά 'ης, Ασήμω της είπε με βραχνήν κ' επιβάλλουσαν φωνήν.

Τούτο επείσμωνε την νέαν κόρην, ελκυομένην καθεκάστην πλειότερον προς τον Φωκίωνα. Συνέβη, δις ή τρις, στραφείσα αποτόμως προς τον Άγγελον, να συλλάβη το βλέμμα του προσηλωμένον επιμόνως επ' αυτής· τίποτε άλλο δεν ηδύνατο ν' αναγνώση επί του προσώπου του. Η μεταξύ των δύο νέων διαφορά, τουλάχιστον η εξωτερική, ήτο μεγάλη και η νέα κόρη ωρισμένως έκλινε προς τον Φωκίωνα.

Έπειτα η Ζωηδεία στραφείσα προς τον βασιλέα Καλίφην, προς τον Γαφέρ και προς τον Αρχιευνούχον, τους οποίους δεν εγνώριζε διά τοιούτους, λέγει τους· τώρα και σεις πρέπει να μας διηγηθήτε την ιστορίαν σας.

Στραφείσα τότε προς την κόρην της, μετά κόπου και δυσκολίας της είπε τραυλίζουσα·Αχ! παιδί μου, εγώ έχω ως τώλα πεθελά, και συ από δω κ' εμπλός θα έχης... Και εστάθη. — Τι θα έχω; ηρώτησε μετά παιδικής περιεργείας η παιδίσκη. Η ασθενής ανένευσεν, ως να ήθελε να είπη· «Άφησέ τα, τώρα δεν είνε καιρός». Αλλ' η μικρά επέμεινε·Τι θα έχω, μητέρα;

Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε·Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη.

Η μεγαλειτέρα των κυριών ιδούσα ότι ο κόσμος ήρχισε να προσέχη εις το θορυβώδες επεισόδιον το προκληθέν υπό του επιτρόπου, και θέλουσα να δείξη ίσως εις τον κόσμον ότι απλώς ωμίλουν εκεί μετά του επιτρόπου, στραφείσα λέγει προς αυτόν χαριέντως. — Ωραία είνε η εκκλησία σας, κύριε Επίτροπε. — Πολύ ωραία είνε, κυρία μου, και έχει και γυναικείο διά τας γυναίκας!

Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της. — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ. Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της.

Η γραία δεν έδωκε κατά το φαινόμενον προσοχήν εις την εκφώνησιν του τυφλού. Εκάθισε πλησίον του και στραφείσα προς τον έπαρχον του απέτεινε τον λόγον, εκφράζουσα άνευ προοιμίων και άνευ περιφράσεων τα παράπονά της κατά της μαγειρίσσης.

Επί τέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώση να πάη άδικα. Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέση το δείπνον·Δεν ήρθ' ακόμη ο λεγάμενος; — Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ. — Ο Μανωλιός. — Και γιάιντα τόνε λες ετσά; — Είνε να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμη κακό με όλο τον κόσμο.