United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέω κεγώ; Γιαυτό είπα με το νου μου... Δεν τέλειωσε τη φράση. — Δε μου λες, Γιώργο μου, ενεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε; — Μερονυχτού. — Εκάτεχά το, γιατί, τσι περισσότερες βολές που σε 'δα στόνειρό μου, σε θώρου δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά; — Πολλές βολές. Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση; — Και με 'δες στον ύπνο σου ποθαμένη; — Μια βολά.

— Ε Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θάκανες της μάνας σου! — Ε! Σε μου, τσαι νάμπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου! Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.

Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.

Να λέμε την αλήθεια, εσύ 'σαι μεγαλείτερη. Είν' άπραγος, γιατ' ήτον ως οψές βοσκός, μα θα ξυπνήση. Δεν ακούω 'γώ είντα λένε 'κείνες που δεν τσι θέλει μουδέ για φαμέγιες. Έχει και καλούς εδικούς. Και να σου 'πώ, θυγατέρα μου, εμένα η βουλή μου είνε ... — Να τόνε πάρω; — Αν είνε και τα χαλάσανε με το Θωμά ... — Καλιά να τόνε πάρουνε οι δαιμόνοι!

Ακούς τουλόγου σου δουλειές απού τσι κάνει ο κουζούλακας; Και δεν είνε μόνον η ντροπή ένας νειός λογοστεμμένος να πειράζη άλλες, αλλά θα βρη και τον μπελά του· κάποιος θα βρεθή να τόνε σκοτώση, γιατί κιανείς δε δέχεται να του πειράζουν την αδερφή γή τη θυγατέρα του. — Ο Χριστός με το παιδί μου!.. είπεν η Σαϊτονικολίνα.

Μόνο με το να μη δίδη ο νόμος να παίρνουν οι χριστιανοί πολλές γυναίκες μονομιάς, πάρε τη μια εδά, κύστερα από δέκα-δεκαπέντε μέρες την άλλη κ' ετσά σένα χρόνο μέσα θα τσι πάρης όλες. Ο γυός εσυβάστηκε κ' εστεφανώθηκε τη μια. Και σαν επεράσανε δεκαπέντε είκοσι μέρες πάει ο κύρης του και τόνε βρίσκει.

Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατώρθωσε ν' αυτοσχεδιάση μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον: Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα-σίμα, Να μη σε δέσω πέρα 'κέ να στέκης σαν το χτήμα .

Πρέπει να δουλεύγω, για νάχω να πλερόνω το χαράτσι και τάλλα δοσίματα. Και σαν έχω να χορταίνω τον Αγά και το Σούμπαση και κάθα γιανίτσαρο που μου ζητά, γλυτόνω σκιάς απού τσι ξυλιές και χερότερα. Δουλεύγω, σα σκλάβος, για τη σκλαβιά μου. Ο παπάς αναστέναξε: — Και ποιος χριστιανός δεν είνε σκλάβος και δε δουλεύγει για τη σκλαβιά του;

Ταρέσει δεν ταρέσει θα τήνε πάρη! είπεν ο Σαϊτονικολής εξαπτόμενος. Ποιος κάνει κουμάντα, αυτός γή εγώ; Κιαπόι ποιος σούπε πως δεν ταρέσει; ταρέσει και του καλαρέσει. — Και σαν ταρέσει, γιάιντα σαλιαρίζει και πειράζει των άλλων ανθρώπω τσι θυγατέρες; είπε και η Καλιώ εξαπτομένη επίσης. — Εγώ σου λέω πως θα πάρη εκείνη που θέλω εγώ και λίγα τα λόγια. — Κεγώ δε σου λέω να μην τήνε πάρη.

Εσύ τα φταις, απού τον αφήκες κ' επήρε μούρη, κρίμα στο μπόι σου! Ο Μανιόλης εζάρωσε. — Μα είντα κάθεσαι και μου λες, είπεν η Ρηγινιώ, πως δεν μπορεί να το κάμη; Ντ' αύτη 'ν' η τέχνη του. Μάγος δεν είνε; — Ό,τι διάολο θέλει ας είνε· μεμένα δεν μπορεί να τα βάλη, γιατί κατέει ποιος είμαι. Εκατάλαβες; Και τέτοιες κουβέντες δε θέλω να τσι ξανακούσω.