United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα τ' Αχιλέα εγώ θα ξηγηθώ· όμως όλοι προσέξτε οι άλλοι κι' ήσυχα το λόγο μου αγρικήστε. Συχνά μού λέγανε όλοι τους το λόγο αφτό, και πάντα 85 με κατεχούσαν, μα να εγώ δε φταίω, μον η Κατάτρααφτή που στ' ανήλια γυρνάεικι' η Μοίρα μου κι' ο Δίας, που άγρια με φρένια πύρωσε στη συντυχιά το νου μου τη μέρα π' άρπαξα τη νια ξανά απ' τον Αχιλέα.

Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μουΓυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώΆνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι' άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει.

Τι φταίω εγώ, για ό,τι έγεινεν; η μητέρα σου ηύρε τον πλούσιο γαμπρό, η μητέρα σου με παρακίνησεν, μ' εβίασε, μ' εφοβέρισε. Ω! αν ήξερες πόσο επολέμησα, πόσο αντιστάθηκα, πόσα δάκρυα έχυσα. Αλλά τι νάκανα. Όλοι οι δικοί μου με είχαν πολιορκήσει. Κατήντησε κι εις τον Ανδρέα να καταφύγω, να του 'πω πως δεν τον αγαπώ, για να σωθώ. Και ξέρεις τι μου είπεν: Εγώ σ' αγαπώ. Σ' εμένα αρέσεις.

Τότες στην Ήρα τη θεά με περικάλια κι' όρκους φώναξε κι' είπε ο Σκάμαντρος διο φτερωμένα λόγια «Ήρα, τι τώρα βάρθηκε τα κύματά μου ο γιος σου να βασανίσει; Όμως εγώ δε φταίω, θεά μου, τόσο, 370 όσο όλοι οι άλλοι φταιν θεοί πούναι βοηθοί των Τρώων. Μα τώρα να! λουφάζω εγώ, αν είναι αφτό ορισμός σου, κι' ας σταματήσει πια κι' αφτός.

Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ' έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πης, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλής και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ' άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω; Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παράξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ' αγαπήση κανένας.

Σηκώθηκε με σεβασμό μπροστά τους την ώρα που κάθονταν στον πάγκο και μόνο όταν η ντόνα Έστερ ρώτησε: «Έφις, ξέρεις τι συμβαίνειεκείνος σήκωσε τα μάτια και είδε την Νοέμι να τον καρφώνει με το βλέμμα, όπως ο δικαστής τον κατηγορούμενο. «Ξέρω. Εγώ φταίω. Για καλό όμως το έκανα.» «Όλα για καλό τα κάνεις εσύ! Φαντάσου να τα έκανες και για κακό! Στο μεταξύ όμως….» «Δεν είναι δα και εχθρός!

Μ' εμεθύσανε . . . τάχασα . . . ξέρω γω ίντα κάνουνε; Να ο 'γούμενος, μα το θεό εγώ δεν ειξέρω, δε φταίω, εγώ δεν ήθελα . . . εγώ . . . Και κάμνοντας για να φύγη, ξαπλώνεται μακρός πλατύς στο πάτωμα. Ο Δήμαρχος εστράφηκε τότε στο 'γούμενο και του έκαμε παρατήρησες και παράπονα.

Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε·Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη.

Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.

Και του έλεγε με σιγανήν και φοβισμένην φωνήν: «Τι σούφταιξα, Μανωλιό, και δε μου μιλείς, και δε στρέφεσαι να με δης; Τι σου φταίω εγώ αν ο αδερφός μου είνε κακός κι' ανάποδος; μήπως εμένα δεν με βασανίζη; νάξερες τι τραβώ κεγώ! ... Μαν ο Στρατής είνε κακός, μπορείς να πης κακό για μένα; κατέχεις το πόσο σ' αγαπώ· μα είντα μπορώ να κάμω; Θ' αφήσης να με δώσουνε του Τερερέ, να με κακομοιριάσουνε; δε με λυπάσαι