United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περισώζεται εισέτι η οικοδομή, αλλά γυμνή και ετοιμόρροπος. Αι εικόνες, τα κοσμήματα, τα άμφια και τα ιερά σκεύη εσυλήθησαν ή κατεστράφησαν υπό των Τούρκων. Τότε όμως υψούτο χαριέντως ο ναΐσκος αναμέσον των δένδρων, τα πάντα δ' εντός αυτού ήσαν κόσμια και ευπρεπή. Η είσοδός του απετελείτο υπό νάρθηκος μικρού, ανοικτού έμπροσθεν.

Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν. — Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.

Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον.

Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτικήν αγέλην.

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.

Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι της. Δεν την γνωρίζω. Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της. Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα ερώτησίν. — Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι;

Η μεγαλειτέρα των κυριών ιδούσα ότι ο κόσμος ήρχισε να προσέχη εις το θορυβώδες επεισόδιον το προκληθέν υπό του επιτρόπου, και θέλουσα να δείξη ίσως εις τον κόσμον ότι απλώς ωμίλουν εκεί μετά του επιτρόπου, στραφείσα λέγει προς αυτόν χαριέντως. — Ωραία είνε η εκκλησία σας, κύριε Επίτροπε. — Πολύ ωραία είνε, κυρία μου, και έχει και γυναικείο διά τας γυναίκας!