United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τοιαύτην τινά κατάστασιν αποχαυνώσεως, ουχί αμοίρου ηδυπαθείας, με είχε βυθίση η μόνωσις, η ηρεμία, κατά τι δε ίσως και οι ατμοί των δύο ή τριών κατά το πρόγευμα ποτηρίων οίνου. Δύσκολον εκ τούτου είνε να ορίσω κατά πόσον μετείχον αναμνήσεως αναγνωσμάτων, ρεμβασμού και ενυπνίου όσα κατά την ώραν εκείνην εσκέφθην ή ωνειρεύθην,

Και να που σιγά σιγά όλα μαζεύονται τριγύρω, περνούν μέσα από τις σχισμές, όπως οι αχτίδες του φεγγαριού: είναι η ντόνα Μαρία Κριστίνα, όμορφη και ήρεμη σαν αγία, είναι ο ντον Τζάμε, κόκκινος και βίαιος σαν το διάβολο, είναι οι τέσσερις θυγατέρες που στο χλωμό τους πρόσωπο έχουν την ηρεμία της μητέρας τους και βαθιά μες στα μάτια τους τη φλόγα του πατέρα, είναι οι υπηρέτες, οι υπηρέτριες, οι συγγενείς, οι φίλοι, όλος εκείνος ο κόσμος που πλημμυρίζει το πλούσιο σπίτι των απογόνων των Βαρόνων της περιοχής.

Και αργότερα, στο θέατρο, που μια έπαιζε με όλου του κορμιού τη δύναμη τον γυναικείο έρωτα, αυτός έλεγε με ηρεμία πως το στόμα της είναι πολύ μεγάλο. Πέρασαν τα μεσάνυχτα, και τώρα χορεύουν μέσα μου χορό σατανικό, όλες οι ταραχές της μέρας.

Αυτή ανέλαβε προς στιγμήν τας αισθήσεις της, κ' εψιθύρισε: — Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θα πλέψω καλά. Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κ' οι ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την Άμωμον οδόν έως τον Τελευταίον ασπασμόν.

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.

Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν ο ήλιος διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας, αθόρυβος επεκράτει εν αυτώ ηρεμία.

Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία καλογερικού κελιού.

Τα τοιαύτα λοιπόν λέγονται ίδια εκάστης αισθήσεως. Κοινά δε εις πάσας είναι η κίνησις, η ηρεμία, ο αριθμός, το σχήμα και το μέγεθος. Διότι τα τοιαύτα δεν είναι ίδια ουδεμιάς αισθήσεως αποκλειστικώς, αλλ' είναι κοινά εις πάσας. Ούτω κίνησίς τις είναι αισθητή και διά της όψεως και διά της ακοής.

Η ντόνα Κριστίνα πέθανε• το χλωμό πρόσωπο των θυγατέρων χάνει κάτι από την ηρεμία του και η φλόγα στο βάθος των ματιών μεγαλώνει: μεγαλώνει όσο ο ντον Τζάμε, μετά το θάνατο της γυναίκας του, παίρνει όλο και περισσότερο το αυταρχικό ύφος των προγόνων του Βαρόνων και, όπως εκείνοι, κρατάει κλειστά μέσα στο σπίτι, σαν να ήταν σκλάβες, τα τέσσερα κορίτσια, περιμένοντας αντάξιούς τους γαμπρούς.

Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον.