United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι κοπέλλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυιαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο. — Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια...

Ω, μακάριοι που πεθαίνουν, πριν να δούνε όσα η πόλις μαύρα κι άραχλα παθαίνει σαν δαμάζεται: εδώ σφάζουν, κει τραβούνε, άλλα καίνε και τα πάντα καπνός χραίνει κι ο θεός του ολέθρου ο Άρης, που δριμώνει μ’ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει.

Βρήκε μόνο τις υπηρέτριες: μια χοντρή και ηλικιωμένη που παρίστανε την σπουδαία, όπως η αδελφή του Ρετόρου, η άλλη νέα και σβέλτη, παρ’ όλο που την παίδευαν οι πυρετοί της μαλάριας. Χρειάστηκε να περιμένει στο ισόγειο. Χάζευε κοιτώντας μες στην μεγάλη αυλή τις καλαμένιες σχάρες γεμάτες με πράσινα και μαύρα σύκα, μαύρα σταφύλια και ντομάτες κομμένες και πασπαλισμένες με αλάτι.

Καναπές, πολιθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ' αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά. Ορίστε κ' ένα γραμματάκι σ' αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπη στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τάλλα; Όχι, δεν πρέπει.

Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του. Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε.

Κι όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβινακιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα.

Τότε δε προ πάντων αρέσκει ημίν το άσμα του Λευκαδίου. Τοιαύτη είναι η πρώτη στροφή του Μνημοσύνου του Στεφάνου Μεσσαλά: Ώργονε ο Χάρος, ώργονε τη γη που τόνε τρέμει. Τ' αυλάκια του είναι μνήματα, τα μαύρα του τα βώδια Φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαγχνης βουκέντρας.

Και άρχισα το τραγούδι: Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!... — Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του καπετάνιου η φωνή. Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν ψεύτικη.

Κι' εμόναζε ρεμβάζων αυτός ο Ηγεμών πότε παρά τον Γάγγην ή άλλον ποταμόν, και πότε εις χειμάρρους κι' υπό σκιάν συκής, ακούων αρμονίας αγνώστου μουσικής, κι' εφούντωναν ως δάσος τα μαύρα του μαλλιά κι' εφώλιαζαν απάνω λογής λογής πουλιά.

Γιατί τώρα ζω κάτω από τη Μοίρα, που — ό,τι και να γίνηκαθώς το βλέπω τώρα δε θα φέρη τίποτε άσκημο στη ζωή της και στη δική μου. Αυτό είχα φοβηθεί. 19 του Φλεβάρη Δεν μπορώ να υποφέρω πια. Βλέπω μαύρα, μαύρα και μόνο μαύρα γύρω μου, τόσο που φρενιάζω όταν αντικρύζω σε κανέναν καθρέφτη μοναχόν τον εαυτό μου. Και το καλήτερο είναι πως η γυναίκα μου αρχίζει να αιστάνεται κάτι από όλα αυτά.