United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τινές εκ του πλήθους είχον προτρέξει του πλοίου, και πλήθος ήδη ίστατο εις την όχθην όταν το πλοίον προσήγγισε προς αποβίβασιν, ενώ απωτέρω εφάνησαν αι πολυάριθμοι ομάδες των προσκυνητών διά το Πάσχα, οίτινες προσειλκύσθησαν έξω από τον δρόμον των υπό της αυξανούσης φήμης του αγνώστου προφήτου.

Το ψεύδος ενέχει τόσον γόητρον, ώστε, όταν δειχθή ως αλήθεια, ουδείς λόγος γίνεται πλέον περί αυτού. Το ψεύδος ενέχει τα μυστήριον της αμφιβολίας, το οποίον δεν έχει μία πασιφανής αλήθεια· είνε περιβεβλημένον με σκιόφως, το οποίον του προσδίδει την επιβολήν του κατά τα ήμισυ αγνώστου, και του κατά το ήμισυ γνωστού. Ο καλήτερος στρατηγός δι' έν στράτευμα είνε η ιδέα.

Ή ώφειλον να τον εκλάβω ως παράφρονα, ή έμελλον εγώ να παραφρονήσω. Τόσον αλλόκοτος μοι εφαίνετο η ισχυρογνωμοσύνη του. — Μήπως είν' εκεί; ηρώτησε, δείξας μοι τα θυρόφυλλα του κοιτώνος σου, δι' ων εφαίνετο φως. — Μη ονειρεύεσαι; Δεν είνε κανείς, σου είπα. Εκ της αλλοκότου θρασύτητος του αγνώστου είχον εξαφθή εις το έπακρον.

Από παντού να λάμπουνε καθρέπτες μαγικοί, και από μέσα άυλοι παρθένοι να περνούν, από αυτάς που ύμνησαν και οι ρωμαντικοί, που δεν εφάνησαν ποτέ, αλλ' ούτε θα φανούν. Να ήναι κάτι πλάσματα αιθέρια, μυθώδη, να ήναι όντα άγνωστα ενός αγνώστου κόσμου, και μόλις εις το χέρι των εγγίζω ή το πόδι, με αστραπής ταχύτητα να φεύγουν απ' εμπρός μου.

Ο πυρετός τον κατάτρωγε, οι λοξές ακτίνες από ασημί λεπτή σκόνη που έπεφταν από την κατεστραμμένη στέγη του φαίνονταν να σχηματίζουν άσπρες τρύπες επάνω στο μαύρο πάτωμα και οι χλωμές φιγούρες των εικόνων κοίταζαν όλες προς τα κάτω, έσκυβαν, ήταν έτοιμες να ξεκολλήσουν και να πέσουν. Η Μαγδαληνή προχωράει εμπρός, προβάλλει από το μαύρο της κάδρο στα όρια του άγνωστου.

Κατά την λογικωτέραν τότε φανείσαν εξήγησιν, αύτος ο άρχων του σκότους είχε τολμήσει να προβάλη το άσχημον ρύγχος του από καμμίαν θυρίδα του ζοφερού αγνώστου, μέσα εις το υγρόν εκείνο έρεβος, και μη δυνάμενος να κρύψη την μαύρην χαιρεκακίαν του, διότι έβλεπε τους ανθρώπους να πλέουν ως να είχον μεταμορφωθή εις το γένος των νησσών, έρρηξε την κραυγήν εκείνην του πικρού σαρκασμού προς την ταλαίπωρον ανθρωπότητα.

Αλλ' η αθυμία, ην είχον εισερχόμενος εις αυτόν, δεν μοι επέτρεψε να περιεργασθώ τίποτε. Μία αόριστος ανησυχία, έν κρυφόν προαίσθημα αγνώστου τινός δυστυχήματος εκυρίευε την καρδίαν μου.

Γνωρίζω μίαν κυρίαν, ήτις, ως πάσαι αι ομόφυλοί της, θέλει να φαίνεται ως άγαν ευαίσθητος και ευσπλαχνική. Και οσάκις ακούση να γίνη λόγος περί θανάτου ή ασθενείας έστω και όλως αγνώστου εις αυτήν ανθρώπου δεν παραλείπει να είπη: — Πώς τον λυπούμαι τον κακομοίρη! Και όμως κάποτε ελησμόνησε και ωμολόγησεν ότι παρευρέθη εις όλας τας καρατομήσεις των τελευταίων ετών.

Ο Αντρέ αμπόλησε ένα γεράκι για να τον πιάση, αλλά ο καιρός ήταν ωραίος και λαμπρός: το γεράκι πήρε φόρα και χάθηκε. «Κυττάχτε, Άρχοντα Αντρέ, είπεν η Βασίλισσα, το γεράκι κούρνιασε κει κάτω, στο λιμάνι, στο κατάρτι ενός άγνωστου καραβιού. Τίνος είναι; — Κυρία, είπεν ο Ανρέ, είναι το καράβι του εμπόρου της Βρεττάνης που χθες σας χάρισε τη χρυσή πόρπη. Πάμε να πιάσουμε το γεράκι μας».

Πάω στην πόλη να κόψω τα μαλλιά, φώναξε. Είτανε γεμάτος ζήλο κ' ευχαρίστηση κι όταν κάθησε στο τραίνο, φλυαρούσε ακατάπαυτα και γύρισε κ' είπε ενός άγνωστου ηλικιωμένου κυρίου, που δεν τον είδε ποτέ στη ζωή του, πως πηγαίνει στην πόλη να του κόψουν τα μακριά μαλλιά. Ο ξένος κύριος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα, έρριξε στο παιδί ένα ξεχασμένο αδιάφορο βλέμμα και ξακολούθησε να διαβάζη.