United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τώρα ας κάτσουμε άχαρα λίγο ψωμί να φάμε, κι' άμα χαράξει πρόσταξε, τ' Ατρέα γιε, τους άντρες να κόψουν ξύλα, κι' έπειτα τα χρειαστά να δώσουν 50 όλα όσα πρέπει πίσημος νεκρός μαζί του νάχει σαν πάει μες στ' Άδη τ' άφωτα κι' αραχνιασμένα βάθια, που έτσι απ' ομπρός μας το νεκρό η φλόγα χέρι χέρι να κάψει, κι' ύστερα ο λαός να σύρει στη δουλιά του

Είνε η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν. — Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας. — Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν. — Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.

Αυτή ενήστευε μόνον αφ' ότου έφυγαν από τον πύργον, ενώ ο Γιάννος ενήστευε και πρότερον εις την φυλακήν που ηδύνατο αυτός να φάγη το ξερό και μαύρο ψωμί της Κυρά Ρήνης· τα δόντια του αντί να το κόψουν ηκονίζοντο επάνω του σαν μαχαίρι εις τ' ακόνι. . . Η φυλακή, η υγρά εκείνη φυλακή, αποτρόπαιος και μεγάλη βδέλλα, του είχε ροφήσει το αίμα· το πρόσωπόν του ήτο κίτρινον σαν το κερί· τόρ' ο δρόμος και αι συγκινήσεις τον κατεκούρασαν· ναι, ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη!. . .

Πηγαίνωμεν εις εορταίς και πανηγύρια! Καϋμένε τρελλέ, εστέγνωσε το βούκινό σου και δεν αξίζει πλέον. ΛΗΡ Ας την κόψουν λοιπόν την Ρεγάνην, να ιδούν από τι είναι καμωμένη η καρδιά της. Εσένα σε κρατώ, να είσαι ένας από τους εκατόν μου. Τα φορέματά σου μόνον δεν μου αρέσουν. Θα μου ειπής ότι είναι περσικά. Καλλίτερα όμως να τ' αλλάξης. ΚΕΝΤ Καλέ αυθέντα, πλάγιασε. Ολίγον αναπαύσου. ΛΗΡ Σιώπα.

Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ' εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι' ακόμη πάρα πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. — Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ' έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο.

Όπου κι' αν είναι φθάνει. ΕΔΓΑΡ Τόσον να 'ξεύρω ήθελα. Σ' ευχαριστώ. ΑΞΙΩΜ. Ακόμη είν' η βασίλισσα εδώ. Να μένη έχει λόγους. Αλλ' ο στρατός μας προχωρεί εμπρός. ΕΔΓΑΡ Ευχαριστώ σε. ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου κόψουν την ζωήν τα ιδικά σας χέρια, θεοί μου πολυεύσπλαγχνοι! Μη ο κακός μου δαίμων με ξαναβάλη εις πειρασμόν και πάλιν ν' αποθάνω προτού να το θελήσετε. ΕΔΓΑΡ Καλή ευχή, πατέρα!

Δεν ωφέλησε πως η μαμά τον παρακάλεσε να μην τονέ νοιάζη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια. Δεν ωφέλησε ακόμα πως τον παρακάλεσε ναφήση τα μαλλιά του για χάρη της μαμάς, που ταγαπούσε τόσο. Ο Σβεν επίμενε πως πρέπει να τα κόψουν. — Δε θέλω να φαίνουμαι σαν κορίτσι, έλεγε. Η μαμά λυπότανε και με την ιδέα μόνο πως μπορούσε κανείς ναγγίξη τα ωραία μαλλιά.

Βεζύρη, γυρίζει και λέγει, έπαρέ τους από έμπροσθέν μου, διατί δεν υποφέρω πλέον να τους βλέπω, και κάμε να τους κόψουν τας κεφαλάς και των δύο, και ύστερα τα κορμιά τους να δοθούν εις βρώσιν των σκυλιών.

Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν . . . διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ' εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον . . . Εξύπνησα έντρομος, κ' έφυγον . . . Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος . . . Από τον αντικρυνόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.

Είναι αυτή, συνέχισε η Ζωηδία, θυμώνοντας όλο και περισσότερο, «η ανταμοιβή μας για την φιλοξενία που σας δείξαμε; Ξεχάσατε τον ένα όρο που σας θέσαμε για να σας επιτρέψουμε να μπείτε στο σπίτι; Ελάτε γρήγοραπρόσθεσε, χτυπώντας τα χέρια της τρεις φορές, και αμέσως όρμησαν μέσα επτά μαύροι σκλάβοι, ο καθένας οπλισμένος με μια σπάθα, και στάθηκαν πάνω από τους επτά άνδρες, ρίχνοντας τους στο έδαφος και έτοιμοι σε ένα νεύμα από την κυρία τους να τους κόψουν τα κεφάλια.