United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, πείτε του: άφησε ήσυχη την Γκριζέντα ή παντρέψου την.» «Εγώ πρέπει να του το πω; Και γιατί εγώ ειδικά;», ρώτησε η Νοέμι και αφού η άλλη με τη σειρά της την κάρφωνε με το βλέμμα χωρίς να απαντά, της δημιουργήθηκε μια οδυνηρή εντύπωση: της φάνηκε ότι η γριά ήξερε. Χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε με ύφος ψυχρό και απότομο: «Δεν θα του πω τίποτα!

Ο άντρας όμως έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να διώξει τη σκιά εκείνη και παρατηρώντας τις κινήσεις των κόκκινων χεριών που τραβούσαν, δίπλωναν και χτυπούσαν τη λευκή ζύμη, συνέχισε ήρεμα. «Είναι καλό παιδί και η Θεία Πρόνοια θα το βοηθήσει. Πρέπει να προσέξουμε όμως μην το πιάσουν οι πυρετοί της μαλάριας.

Πηγαίνοντας προς το υπόστεγο ο Έφις είδε τον τυφλό που μετακινήθηκε και ήταν τώρα σκυμμένος επάνω από το σύντροφό του καλώντας τον με τ’ όνομά του. Έκλαιγε και έψαχνε το κομπόδεμα με τα κέρματα. Μόλις το βρήκε το έριξε μέσα στον κόρφο του και συνέχισε να κλαίει. Έτσι πέρασαν τη νύχτα.

Με ρωτάει πάντα: “πότε θα ξαναπάμε μαζί με τις κυρίες στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο;” » «Ναι», συνέχισε με ένα τόνο νοσταλγίας, «στα νιάτα μας πηγαίναμε όλοι μαζί στο πανηγύρι. Διασκεδάζαμε με το τίποτα. Τώρα ο κόσμος φαίνεται ότι ντρέπεται να γελάει

Ο ντον Πρέντου συνέχισε: «Ο Τζατσίντο δε θα γυρίσει, ούτε και θα πληρώσει, σου το εγγυώμαι εγώ. Να θυμάσαι όμως τι σου είπα χίλιες φορές: το κτηματάκι το θέλω εγώ. Θα τα πληρώσω όλα εγώ, έτσι θα σας μείνει το σπίτι. Προσπάθησε εσύ να τις πείσεις, τις ξεροκέφαλες.

Βρες κάποιον που να μπορεί να πάει να φωνάξει τον Έφις στο κτήμα.» «Θα πάω εγώ, Νοέμι» «Εσύ; Εσύ; Εσύ… όχι.» «Γιατί όχι;», γρύλλισε. «Φοβάσαι μήπως σου κλέψω τα καρπούζιαΕκείνη συνέχισε να τραυλίζει ασυνείδητα: «Εσύ όχι… εσύ όχι… εσύ όχι…» Ο ντον Πρέντου μάντευε το δράμα που παιζόταν εκεί μέσα.

Πώς γίνεται όμως σ’ αυτό το χωριό να κερδίζει κανείς; Εσύ το ξέρεις, εσύ που απόμεινες έτσι… έτσι… φουκαράς….» «Οι θείες δεν θα δώσουν ούτε μια δεκάρα», συνέχισε ύστερα από μια μικρή παύση όλο αγωνία. «Υπάρχει βέβαια και η υπογραφή της θείας Έστερ. Αναγκάστηκα να την πλαστογραφήσω επειδή… η τοκογλύφος δεν με δάνειζε. Θα πληρώσω όμως, θα δεις∙ και αν δεν τα καταφέρω θα πάω φυλακή.

Πες μου, όμως, πες μου Έφις», συνέχισε θλιμμένη, «δεν είμαστε πολύ άτυχες εμείς; Ο Τζατσίντο που μας έχει καταστρέψει και παντρεύεται εκείνη την ξεβράκωτη και η Νοέμι, αντίθετα, που πετάει ένα τέτοιο τυχερό.

Εκείνος έπαψε, αλλά ύστερα συνέχισε: «Γιατί με λέτε ανόητο; Επειδή είμαι καλόκαρδος; Επειδή θέλω να γλεντήσω τα νιάτα μου; Κι εσείς τι κάνετε; Ζωή είναι αυτή, η δική σας; Τη ζωή κάνεις εσύ; Δεν αγαπάς ούτε τη γυναίκα σου την άρρωστη. Κι εσείς, θείε Πιέτρο; Τι ζωή είναι η δική σας; Μαζεύετε χρήματα, όπως τα κουκιά πάνω στην ψάθα, για να τα δώσετε έπειτα στα γουρούνια.

Η ζήλεια την έτρωγε τόσο που αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι, παρόλο που θα έπρεπε να διασχίσει τη μισή γη, για να πάει να δει η ίδια…» Η ντόνα Έστερ έσκυψε λίγο από την άλλη μεριά και πήρε το βιβλίο μέσα στο οποίο είχε βάλει τα γυαλιά της. «Αυτές οι ιστορίες βρίσκονται εδώ, στην Αγία Γραφή.» Ο Έφις κοίταξε ταπεινωμένος το βιβλίο και δε συνέχισε.