United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφάνηκε καθάριο τόρα, ολόφωτο το Πινακούλι μέσα εκεί, βαθιά. Εφάνηκαν τα κάστρα της Κορώνης, πάνω στα βουνά τα πόμακρα. Έλαμψε ο κόρφος όλος μέσα, καταξάστερος. Εφώτισαν τα περιγιάλια γύρω κ' οι στεριές. Εξάναψαν οι στοιχειωμένοι πύργοι στον Αγιανάκη πάνω χρυσοφώτιστοι.

Το κάθε κτύπημά σου τη σάρκα μου θε να περνά, ως νάρθη μια στιγμή, που σαν το σύκο αμέτρητα κουκιά χρυσάφι μέσα στο αίμα μου, το θείο δάρσιμό σου να γυρνά! Πώς θάθελα να σ' έβλεπα σαν λυσσασμένο λύκο, 'πάνω μου να χουμίξης κι' εγώ νάμαι το αδύνατο το λάφι. Οι ανωτέρωΠρίσκιλλα ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Ετόλμησα κι' εμπήκα. . . ΕΥΝΙΚΗ. Ποιος είνε; Πρίσκιλλα εσύ;

Να μη μαδικάς κιόλα, που όλες του κόσμου τις θάλασες δεν τις αλλάζω με ταμουδερά της Τίκλας μου κυμοθάλασα· με τις απόγκρεμνές της ακροπελαγιές. Όπως, δε θα σου χάριζα μια τρυφερή γραμούλα του ξακουσμένου μου Ταΰγετου, πάνω στον καθάριον ουρανό, μπρος σ' όλες σου του κόσμου τις βουνοκορφές. ... Χτες πάλι, αχάραγο ακόμα, ήρθε να με ξυπνήση ο Γερο-Γουργάρος. Χρυσός άνθρωπος αλήθεια.

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Ας μιμηθώμεν λοιπόν και ημείς τον Μενέλαον, και ας μη ξεκολλήσωμεν από πάνω των, πριν να μας δείξουν την επιστήμην των υπό την σοβαράν της όψιν· διότι είμαι πεπεισμένος ότι έχουν να μας παρουσιάσουν κάτι τι το εξαιρετικώς ωραίον, όταν άπαξ αποφασίσουν να σπουδαιολογήσουν· αλλά εμπρός! Έλα να τους κάμωμεν παρακλήσεις, εξορκισμούς, δεήσεις, διά να μας εμφανισθούν υπό την αληθινήν των μορφήν.

Ο δρόμος ανηφορικός ανάμεσα στην κοιλάδα και το βουνό, ανάμεσα σε βράχους, ελαιόδεντρα και φραγκοσυκιές, όλα ένα γκρίζο, του φαινόταν, ναι, ότι ήταν ο Γολγοθάς του αλλά ταυτόχρονα και ένας δρόμος που μπορούσε να τον οδηγήσει σε έναν τόπο ελευθερίας. Να, σκεφτόταν κοιτάζοντας την Ορτομπένε, εκεί πάνω είναι μια πόλη από γρανίτη με δυνατά, σιωπηλά κάστρα.

Χτικιό που του τούδωκα 'γώ, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κ' εγώ ζω ακόμη! Εκύταξε πάλι προς το σπίτι μας κείπε: — Ω, ας τόνε θώρουνα! Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, οπού διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού.

Στα πρόχειρα τραπέζια πάνω ήβλεπες μαχαιροπήρουνα γερά και σπασμένα, μικρά και μεγάλα, και φλιτζάνια καθένα με το χρώμα του και πιάτα βαθειά και απλωτά, καλά και πρόστυχα και μερικά μισοσπασμένα, όλ' ανάκατα βαλμένα εδώ κ' εκεί με αμέλεια, χωρίς καμμιά τάξι, γιατί εκείνο που δουλεύει στους χωριανούς, είνε η παλάμη και τα δάχτυλα.

Διά να φαντασθήτε το μήκος της οδού εις την οποίαν εισέρχομαι αυτήν την στιγμήν, αρκεί να σας είπω ότι η απέναντι μου οικία φέρει αριθμόν 2,305! Και το πρώτον πάτωμα εκάστου σπιτιού σηκόνει επί των ώμων του άλλα 20 ή 30 πατώματα· και επάνω από όλα αυτά περνά εναέριος σιδηρόδρομος, και από πάνω ακόμη περνούν αερόστατα και υπέρ όλα αυτά ο ουρανός.

Άφιναν στρίγλικα άγρια τσιριχτά, πάνω στις ακροπελαγιάς τα βράχια· άστραφταν την ολόχρυση φτερούγα τους μες τα γαληνεμένα τα νερά, κ' εχάνονταν στα πλάτια του γιαλού κεικάτω τρομαγμένα. ... Αλήθεια, εκοιμήθηκες καμιά φορά στη βάρκα μέσα; Συ κιόλα, πολυχαϊδεμένε μου!