United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας διή τώρα και κείνος ποια γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας», ποια είναι η γλώσσα της σκλαβιάς. Τον περασμένο χρόνο διάβασα σε μια φημερίδα · όχι όμως αθηναίικη φημερίδα, όχι στην Ελλάδα · τωραίο ποίημα και τον ωραίο τίτλο που σας αντιγράφω·

Και πλατύτερη ελπίδα μάς δίνει ο «Αναστάσιμος», που προφητεύει μιαν πλατύτερη ψυχή. Το «Παραμύθι του Αδάκρυτου» είναι μονάχο του ένα διαμάντι. Δεν ξέρω τι σχέση ιδιαίτερη έχει με τάλλα, γιατί το διάβασα χώρια, μα βέβαια έχει σχέση στενή, αφού διδάσκει την ελευθερία και προλέγει μια γενιά ανώτερη απ' όλες τις περασμένες, σκληρή και άπονη, νικήτρα του παντός.

Κι άλλος τον έλεγε Άι Γιώργη κι άλλος Άι Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας. Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, πού την είχε βρη.

Αλλά μόνον τότε μούτυχε το βιβλίο και το διάβασα ολόκληρο. Και τόσο βρήκα τον πόνο μου στους στίχους του αποχαιρετισμού, ώστε έκλαιγα ενώ τους διάβαζα. Μούρθε μάλιστα και ιδέα να κάμω κι' εγώ ένα παρόμοιο ποίημα και να περιγράψω τα ερωτικά μου βάσανα. Αλλ' η στιχουργική μου επιχείρηση δεν πήγε πολύ μακριά. Την αφήκα γρήγωρα. Δεν αφήκα όμως και τα γράμματα.

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Κανείς στον κόσμο δεν είδε ποτέ τους μικροπολίτες, κ' έτσι δεν μπόρεσε να πη κανείς πόσο έζησαν τα μικρουλάκια. Διάβασα όμως στα βιβλία πως μια φορά ήρθε στον τόπο τους ένας μάγος. Είταν πολύ καλός άθρωπος και του άρεζε να σπουδάζη και να μαθαίνη.

Αθάνατοι μα κι άγνωστοι σε σας. — Αλήθεια· εγώ διάβασα το Δημοσθένη. — Το λογά το Δημοσθένη! είπε η κόρη με αποστροφή. Και όμως τούτοι είνε σιμώτερα στην ψυχή μας· τόσο στην ψυχή μας όσο και στη δόξα και στην τύχη της γενιάς μας. — Μα δεν τους άκουσα ποτέ. — Δεν τους άκουσες γιατ' έτσι θέλησε ο Αριστόδημος. Παίρνει τη ρίζα του δέντρου και τα φύλλα. Τον κορμό τον απαρνιέται.

Ρώτα ό,τι θες και θα σ' αποκριθώ. — Ήθελα να μάθω, είπε ο Δημητράκης με δισταγμό· αυτά όλα που κέντησες... — Σε τι βιβλίο τα διάβασες; — Σε βιβλίο! του είπε η κόρη σκάζοντας τα γέλοια. Μα δεν έχεις άδικο. Ο Αριστόδημος θαρρεί πως στο βιβλίο βρίσκονται όλα τα πράματα. — Ναι· έτσι μ' έμαθε. — Μπορεί νάχη δίκιο. Μα εγώ δεν τα διάβασα σε βιβλίο· δεν ξέρω γράμματα. — Δεν ξέρεις γράμματα!

Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ' χειρ' χειρότεροΤα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν' η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που τελείωσαν, άρχισα πάλι να στενοχωρούμαι.

Λέγαμε και ξαναλέγαμε πάντα τα ίδια. — Όχι! όχι! Μην πης τέτοια λέξη, μην πης πως τον αγαπώ. Δε θέλω να τον αγαπώ, δεν πρέπει να τον αγαπώ. Εσύ έχεις τα λόγο μου· εσένα θα πάρω. Λυπούμαι που διάβασα το γράμμα και ντρέπουμαι τώρα.