United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας180 Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, του Αία.

Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν.

Οι δυο μας άνθρωποι του άλλου κόσμου διασκεδάζανε κοιτάζοντάς τα: οι αμάδες τους ήτανε πολύ πλατιές και στρογγυλές, κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, και λαμποκοπούσαν εξαιρετικά. Τους ήρθε επιθυμία να μάσουνε μερικές· ήτανε μάλαμμα, σμαράγδια, ρουμπίνια, που το μικρότερό τους θα μπορούσε νάναι το μεγαλύτερο στόλισμα του θρόνου της Μογγολίας.

Ο Έφις πήρε τον κουβά κάτω από το κάθισμα και ξεκίνησε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα έστρεψε δειλά, κοιτάζοντας τον κουβά που κουνιόταν. «Το γράμμα είναι από τον ντον Τζατσιντίνο;» «Το γράμμα; Τηλεγράφημα είναι……» « Χριστέ μου! Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτα κακό;» «Τίποτα, τίποτα! Πήγαινε…..» Δεν είχε νόημα να επιμένει πριν κατέβει η ντόνα Νοέμι.

Καταλαβαίνετε, κύριέ μου; Ο υπηρέτης είναι άγριος, μην του έχετε εμπιστοσύνη!» Ο Τζατσίντο έμεινε για μια στιγμή ακίνητος κοιτάζοντας τα χέρια του που επάνω τους τρεμόπαιζε η σκιά μιας κληματίδας. Έπειτα ανασκίρτησε. «Δεν θα του έχω εμπιστοσύνη. Θέλω μάλιστα να φύγω. Δεν μπορώ πια να ζήσω, εδώ….. Θα κερδίσω όμως χρήματα και σε σαράντα μέρες θα σας τα επιστρέψω όλα, μέχρι την τελευταία δεκάρα.

Είπε, κι' αφτοί προσέφκουνταν στο γιο του Κρόνου Δία, 200 κι' είπαν ξανάπαν, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, π' αψηλά ορίζεις οχ την Ίδα, μεγάλε, μυριοδόξαστε! του Αία δώσ' του νίκη, και βοήθησέ τον ζηλεφτό καμάρι να κερδίσει· μα αν και τον Έχτορα αγαπάς, την συλλογή του αν έχεις, καν ίση δώσ' τους και των διο τη δύναμη και δόξα205

Κοιτάζοντας αυτές τις πλεξούδες, μαννούλα, έλεγα να σου κόψω μια να σου την αφήσω, να θυμάσαι την Αρετή σου. Δέσπω. Της μάννας ο νους είναι δεμένος, παιδί μου, με τέτοιες πλεξούδες αριθμητές. Είνε μυριόκλωνο δίχτυ που τόχει η λαχτάρα πλεγμένο, από τη στιγμή που βυζάξη το πρωτογέννητό της ως την ώρα που την αναπάψη ο Χάρος.

Της έπιασε τον ώμο, όπως ο Βαρόνος, κι εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πάρει τα χρήματα από το σεντούκι: δυο χαρτονομίσματα των πενήντα λιρετών που τα ψηλάφισε για πολύ, κοιτάζοντάς τα στο φεγγαρόφωτο, ενώ σκεφτόταν ότι για το ταξίδι του Τζατσίντο αρκούσε το ένα. Έτσι το άλλο το έβαλε στη θέση του.

Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεούαναστέναξε, κοιτάζοντας τα χέρια του που ήταν μαυρισμένα και έτρεμαν. «Οι κυράδες σου είναι καλά; Δεν τις βλέπουμε πια, ούτε στην εκκλησία.» «Δεν πηγαίνουν ούτε στην εκκλησία, μετά τη συμφορά που τις βρήκε.» «Και ο ντον Τζατσίντο δε θα γυρίσει;» «Δε θα γυρίσει. Βρήκε δουλειά στο Νούορο» «Ναι, το αφεντικό μου τον είδε τώρα τελευταία.

Ας τα, ας τα! ανακράζει ο Δημήτρης. Έπειτα γυρίζοντας και κοιτάζοντάς τονα σοβαρά και συλλογισμένα. — Η γυναίκα σου κι αυτός σαγοράζουν και σε πουλούνε δέκα φορές πρι να το μυριστής εσύ, κακομοιριασμένε! Μωρέ, άκου δω· γεννήθηκες από τη μακαρίτισσα τη μάννα μας, ή δε γεννήθηκες; Και δεν το θυμάσαι, καημένε, σα μας τόλεγε και το ξανάλεγε, «Κάλλιο να βγουν τα μάτια σου παρά τόνομά σου