United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθείς διίσχυρίζεται Και ισχυρογνωμάει, ..................... ..................... Ο άρρωστος κοιτάζοντας. Νιστέρια, γιατρικά, Και ακούωντας τα λόγια τους πολύ προσεκτικά· Ελπίζοντας, φοβούμενος, σε ταραχή πολλή, Κι' αγώνα μβήκεν άσωστο, οπού τον ωφελεί. Διατί η αγανάκτησι του προξενάει μ' ορμή, Πολύν και πλούσιον ίδρωτα απ' όλο το κορμί.

Η ντόνα Έστερ όμως χαμογελούσε κοιτάζοντας την αδελφή της που ήταν η πιο δειλή και η πιο αναποφάσιστη από τις τρεις και σκύβοντας της χτύπησε με το χέρι το γόνατο. «Να τον διώξουμε, θέλεις να πεις; Σπουδαία εντύπωση θα κάνουμε! Και θα έχεις το θάρρος να το κάνεις εσύ, Ρουθ;» Ο Έφις σκεφτόταν.

Πόρτες ανοιγοκλείστηκαν παράθυρα μανταλώθηκαν πηδήματα στους κήπους, στις καλαμιές ακούστηκαν, όσοι τόχαν να φύγουν τόστριψαν κ' οι άλλοι αρσενικοί και θηλυκοί απόμειναν στη θέση τους με κρυφό καρδιοχτύπι, κάμνοντας πως δεν έβλεπαν τάχα τον υπενωμοτάρχη και τους χωροφύλακας, κοιτάζοντας αλλού, φωνάζοντας θαρρευτά αναμεταξί τους.

Εδώ πνίγεται άνθρωπος· σκάνει και πάει. Να φύγω, να φύγω, δεν είναι για μένα η Πόλη! Και κει που τα μισομουρμούριζα όλ' αυτά, κοιτάζοντας τον ασημένιο γιαλό, ακούγω περπατηξιές από πίσω μου. Είταν η Μαριγώ, η μοναχοκόρη του Θοδωράκη. Με συμπάθειο, που δε σου τηνε σύστησα, τότες που τρώγαμε κάτω. Πρέπει να είταν και κείνη ως δεκαφτά. Λιγάκι κοντουλή, μα δροσερή, μαυριδερή, και χαμηλοβλεπούσα.

ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Νόμοι του Ιουστινιανού Ερχόμαστε στα ειρηνικά μεγαλουργήματα του Ιουστινιανού με κάποιο ξαλάφρωμα κι ανάσα, ύστερ' από τατέλειωτα πολεμικά δράματά του, που για λόγους ευκολοφανέρωτους δεν τα ιστορήσαμε τα πιώτερα, παρά διαβαίνοντας βιαστικά και κοιτάζοντας τα από μακρόθε. Αθάνατα τα ειρηνικά του έργα, κι από ειρηνικούς Βελισάριους καμωμένα.

Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.

Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!