United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έσπασε το καλάμι, και το μερί του βάρυνε· και λίγο λίγο πίσω προς τους συντρόφους κώλωσε για να σωθεί απ' το χάρο. 585 Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, γυρίστε και μη φέβγετε, κι' απ' το χαμό γλυτώστε τον Αία που τον λύσσαξαν οι κονταριές. Δε θάβγει θαρρώ οχ της μάχης ζωντανός τους χτύπους.

Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας180 Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, του Αία.

Και πρώτα πρώτα ο Έχτορας ακόντισε με τ' όπλο τον Αία, εκεί ίσα απάνου του π' ορμούσε, και τον ήβρε οπούναι ομπρός τα διο λουριά στο στήθος τεντωμένα, τόνα αργυρόκαρφου σπαθιού και της ασπίδας τ' άλλο. 405 Αφτά τ' αφράτο τούσωσαν κορμί. Και του Πριάμου τότες ο γιος λυπήθηκε που το γοργό κοντάρι πήγε άδικα οχ το χέρι του, και πίσω στων συντρόφων γυρνάει τους λόχους μην του βγει λαχτάρα στο κεφάλι.

Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα 235 ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι.

Είπε, κι' εκείνοι χύθηκαν σα δρόλαπας όλοι ίσα μ' όρθια κοντάρια, κι' η καρδιά μια αποθυμιά τούς είχε, ν' αρπάξουνε ως στο μέρος τους τον Πάτροκλο απ' τον Αία... 235 λωλοί! τι απάνου του έσκάψε πολλών εκεί το λάκκο. Στερνά όμως είπε του άσκιαχτου Μενέλα τότε ο Αίας «Αδρέφι, θεογέννητε Μενέλα, δεν τ' ολπίζω κι' εμείς πως πια οχ τον πόλεμο τώρα θα πάμε πίσω.

Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη μια τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι 115 κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα. Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα, κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.

Τότ' όχι! δεν τον βλέπαμε με τόση καταφρόνιαΤρίτο τον Αία βλέποντας ρωτάει ο γέρος πάλι 225 «Κι' αφτός πιος είναι ο Δαναός, ο αψηλός κι' ασίκης, που στο κεφάλι ξεπερνάει τους άλλους και στους ώμουςΤότες τ' απάντησε η Λενιό με το συρτό φουστάνι «Ο γίγας Αίας είναι αφτός, των Αχαιώνε πύργος.

Τ' άια , την μεγάλην είσοδον των τιμίων Δώρωνουδέποτε ηυτύχησε να ίδη από εκεί όπου ίστατο. Μόνον βλέπουσα να κύπτουν αι έμπροσθέν της ιστάμεναι γυναίκες έκυπτε και αυτή λέγουσα με τον νουν της: περνούν τα άια, μνήσθητί μου Κύριε! Ενίοτε μάλιστα και ηπατάτο.

Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα, με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω; Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα, 135 τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω· αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει!

Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ζητά η καρδιά τους. 320 Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε.