United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμοιαζε σα να μην είτανε πια δική μας, μα φαινότανε σα να είχε κάτι που ήθελε να μας το πη πριν χωριστή από μας, σα να μην μπορούσε να πεθάνη χωρίς να μας το πη. Είτανε φοβερό να βλέπουμε τον αγώνα της κι ακόμα φοβερότερο να χάσουμε ίσως τα τελευταία λόγια της. Ξαναέσκυψα απάνω της κι απελπισμένος της ψιθύρισα στο αυτί μια παράκληση. Τότε άνοιξε το μάτι της και με κοίταξε κ' εννόησα πως μ' άκουσε.

Μα το στερνό όταν έτρεχαν πια δρόμο, τότες κάνει παράκληση από μέσα του στης Αθηνάς τη χάρη «Θεά, άκουσέ με! Η χάρη σου τα πόδια ας μου φτερώσει770 Έτσι είπε και του ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα.

Η παράκληση, που μου έκαμε να την αφήσω να πεθάνη, είτανε τόσο συγκινητική και τόσο σοβαρή, ώστε δεν είχα το θάρρος να την παρακαλέσω να ξαναγυρίση χάρη μου στη ζωή. Γιατί η ζωή άξιζε και γι' αυτή το ίδιο. Και παρατήρησα με ξάφνισμα πως μπορούσε ναφήση όλα όσα αγαπούσε, γιατί είταν ετοιμασμένη γι' αυτό. Μα ταυτόχρονα αιστανόμουνα μ' όλη τη δύναμη της απελπισίας πως εγώ δεν μπορούσα να τη χάσω.

Κι' άλλοτες πριν συνάκουσες την προσεφκή μου εμένα, και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, Απόλλο, 455 περικαλώ σε, ακόμα αφτόν τον πόθο ξάκουσέ μου· λυπήσου πια τους Αχαιούς και διώξε την πανούκλαΕίπε, και την παράκληση ξακούει ο γιος του Δία.

ΦΛΕΡΗΣΦοβούμαι, φίλε μου, πως η παράκλησή σου... ΜΙΣΤΡΑΣΕκείνη θαρρώ πως είναι. ΦΛΕΡΗΣΔε θα ξέρη πως είσθε εδώ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! δεσποινίς, ωραία! ωραία! Μόλις μας είδατε. Σας ευχαριστούμε. Τόση περιφρόνηση, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣΈλα, παιδί μου. Ως πότε θάσαι αγρίμι; Έλα να χαιρετίσης το γιατρό, τον κύριο Νίκο. ΝΙΚΟΣΜην ενοχλείτε τη δεσποινίδα, κύριε Φλέρη. Ίσως... ΦΛΕΡΗΣΑυστηρά.

Είπε, και την παράκλησή του ξάκουσε η Παλλάδα. Τα μέλη τούκανε αλαφριά, πόδια και χέρια απάνου, και στέκοντας σιμά του λέει, δυο φτερωμένα λόγια «Άφοβα τώρα τους οχτρούς πολέμα τους, Διομήδη. Τι μες στα στήθια σούσταξα το πατρικό σου θάρρος, 125 ατρόμητο, σαν πούκλεινε μες στην καρδιά ο Τυδέας, και σκόρπισα την καταχνιά πούχες πριχού στα μάτια και τώρα αλάθεφτα θεό θα ξεχωρίζεις κι' άντρα.

Και τους λαχνούς κατόπι 315 παίρνουν και μες σε χάλκινη περικεφαλιά τους σείνουν, πιος θα πρωτόρηχνε απ' τους διο το κοφτερό κοντάρι. Εκεί οι στρατοί τότ' άρχισαν παράκληση να κάνουν, προς τους αθάνατους θεούς σηκώνοντας τα χέρια.

Κι' αφτοί τριγύρω αμέσως στον ομορφόχτιστο βωμό αράδιασαν τα βόδια, κι' έπειτα χερονίφτηκαν και πήραν τα κριθάρια. Τότες παράκληση άρχισε ο Χρύσας ναν τους κάνει 450 με δυνατόφωνη λαλιά και χέρια σηκωμένα «Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.