United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέλω ν' αρμενίσω στην άγνωστη θάλασσα... Θέλω να με πάνε τα κύματα μακρυά, μακρυά, καταμόναχο. Σε ποιον τόπο; δεν ξέρω, αλλά κει που ίσως θα βρω τη γιατρειά μου. Και ίσως μια μέρα θα σας υπηρετήσω ακόμη, ωραίε θείε, ως αρπιστής, ως κυνηγός, και ως υποτελής». Παρακάλεσε τόσο θερμά, που στο τέλος ο Βασιληάς Μάρκος τούκανε το θέλημά του. Τον έφερε σε μια βάρκα δίχως πανιά και δίχως κουπιά.

Μον έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις250 Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης «Μην αναφέρνεις καν φεβγιό, τι μον τα λόγια χάνεις!

Σαν τον είχε κοντά της, τούψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, τούκανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτή. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθή κ' οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι' ο Μελαχροινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανηψίδι είχε κατεβή στο γιαλό να φέρη τα συχαρίκια.

Κι' αμέσως μια σαΐτα ρήχνει γερή, μα ξέχασε να τάξει και του Φοίβου πως ένα πλήθος πρώιμα αρνιά θα σφάξει στο βωμό του. Έτσι δεν τόβρε το πουλί, τι αφτή τη χαρή ο Φοίβος 865 δεν τούκανε, μόνε χτυπάει σιμά σιμά στο πόδι το σπάγγο οπούταν το πουλί δεμένο οχ το κατάρτι. Κι' αφτή πετάει μεσούρανα, κι' ο σπάγγος κατεβαίνει 868 στη γης. Και χούγιαξε ο στρατός.

Ξαφνίστηκαν η Λιόλια κ' η θεια Ελέγκω καθώς είδαν το Νίκο φερμένον απ’ τα τώρα. Πέρασε Κυρ Νίκο μου από μπροστά ! Για σας τους νέους είναι αυτά τα πράματα, κι απέ εμείς. . είμαστε που είμαστε μασκαράδες Και τούκανε τόπο η θεια Ελέγκω στο παράθυρο κοντά στη Λιόλια. Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο ! Τι οχλοβοή ! τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει.

Βόηθα τα γιο μου... αφτός ζωή στον κόσμο σαν τους άλλους 505 δεν έχει, μα κι' ο βασιλιάς, τ' Ατρέα ο γιος, να τώρα μεγάλο τούκανε άδικο· γιατί με βιά του πήρε κι' έχει τη νια του που πρεσβιό τούχε ο στρατός χαρίσει. Μα εσύ καν Δία, βόηθα τον, βαθύβουλε Ελυμπήσε, κι' ως τότες δίνε δύναμη στους Τρώες, δίνε νίκες, ως που στο γιο μου οι Δαναοί να παν και να προσπέσουν510

Έβγαλε από την τσέπη του ένα πούρο, τ' άναψε και κύτταξε περιφρονητικά τους δυο νέους. — Τι διαβάζετε; τους ρώτησε. — Μόλις το λάβαμε· για ιδές το και συ· είπε ο Δημητράκης, δίνοντας του το βιβλίο, περίεργος να ιδή την εντύπωση που θα τούκανε. Εκείνος το πήρε· μα μόλις διάβασε τον τίτλο και τ' όνομα του συγγραφέα το γύρισε πίσω.

Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο «Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει, κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, 330 Μον πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάριΈτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα.

Είπε, και την παράκλησή του ξάκουσε η Παλλάδα. Τα μέλη τούκανε αλαφριά, πόδια και χέρια απάνου, και στέκοντας σιμά του λέει, δυο φτερωμένα λόγια «Άφοβα τώρα τους οχτρούς πολέμα τους, Διομήδη. Τι μες στα στήθια σούσταξα το πατρικό σου θάρρος, 125 ατρόμητο, σαν πούκλεινε μες στην καρδιά ο Τυδέας, και σκόρπισα την καταχνιά πούχες πριχού στα μάτια και τώρα αλάθεφτα θεό θα ξεχωρίζεις κι' άντρα.