United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν οι προδότες την είδαν έτσι ωραία και τιμημένη σαν άλλοτε, ωργισμένοι, εκάλπασαν προς το Βασιληά. Κείνη την στιγμή, ένας βαρώνος, ο Αντρέ Ντενικόλ προσπαθούσε να τον πείση: «Μεγαλειότατε, κράτησε κοντά σου τον Τριστάνο. Χάρις σ' αυτόν θα εμπνέης μεγαλύτερο φόβο στους εχθρούς σου». Και, σιγά σιγά, εμαλάκωνε την καρδιά του Μάρκου.

Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενεκι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του. Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι. Λίγολίγο κιτρίνιζε. Λίγολίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί.

Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Εις μάτην. Ούτε ο γαμβρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τ' απηλπισμένα νεύματα.

Ή μήπως πρέπει να προσθέσωμεν το να μη είναι μυστική; Διότι πολλοί είναι ευνοϊκοί εις ανθρώπους τους οποίους δεν είδαν ποτέ, και μόνον διότι τους νομίζουν καθώς πρέπει και χρησίμους. Αυτό δε το αίσθημα είναι δυνατόν και από εκείνους κανείς να πάθη ως προς αυτούς. Και λοιπόν ευνοϊκοί μεν αυτοί φαίνονται μεταξύ των.

Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν! Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία, Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη, Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα, Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη. Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο.

Γύρισαν αμέσως αυτοί να χτυπήσουν τους Ούνους. Οι άλλοι όμως οι δικοί μας, που ως τα τώρα έφευγαν, γύρισαν τώρα κι αυτοί καταπάνω στους Πέρσους. Οι άλλοι Πέρσοι πάλε, που έμειναν απέξω μαζί με τους «Αθάνατους», άμα είδαν την ιερή τους σημαία πεσμένη, τρέξανε να χτυπήσουν όσους είχαν κοντά τους. Έγινε σκοτωμός πολύς. Έπεσε κι ο Πέρσος ο στρατηγός εκείνης της μεριάς, ο Βαρεσμάνης.

Καταβαίνων από τον πευκώνα του Αγίου Αντωνίου μ' ένα δερμάτινο ταγαράκι εις τους ώμους, συνήντησεν απέξω από την Αγία Τριάδα πολλάς γυναίκας της γειτονιάς εκείνης παρά το νεκροταφείον, αι οποίαι συνεζήτουν διά το τρομερόν επεισόδιον του παπά-Κονόμου, πρωί-πρωί εκεί οπού εσκούπιζαν της αυλαίς τους. Μόλις τον είδαν αι γυναίκες, ηλάλαξαν αλαλαγμόν επιδεικτικώτατον και τον υπεδέχθησαν πανηγυρικώς.

Δεν υπάρχει σχεδόν γυνή εν Ρώμη, ήτις να μη έχη τους θεούς της. Προφανώς η Πομπωνία την ανέθρεψεν εις την λατρείαν της θεότητος, την οποίαν αυτή πρεσβεύει. Την κατηγόρησαν ότι είναι χριστιανή. Ποία είναι η λατρεία αύτη; Δεν γνωρίζω. Έν πράγμα είνε βέβαιον ότι ποτέ δεν την είδαν εις κανένα ναόν να θυσιάζη εις τους θεούς μας.

Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι.