United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Τα κύματα έσπαζαν στο μώλο αγριεμμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα: «Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται... Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο-τρία ρόμια για να παρηγορηθή, κούνησε το κεφάλι του. — Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφασι να πνιγή στη στερηά, είπε.

Οι δικές μας οι τουφεκιές δεν έκαμναν τόσο βουητό, μα μήτε και στον αέρα δεν πέφτανε. Σιγά σιγά οι πεντακόσοι μας γίνουνται χίλιοι με τους χωριανούς που ολοένα μαζεύουνταν. Τρέχει τότες μια παρέα κατά τα βορεινά του κάμπου και τους περεχάει κι από κει. Ξάφνισμα και τρομάρα αμέσως οι Τούρκοι που βρίσκουνταν κατακεί. Κοντοστέκουνται μια στιγμή, κι ύστερα λάσπη!

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

Τότε τα ψηλά δένδρα τον λυπηθήκανε, μετανόησαν που τον είχαν προδώσει με το βουητό τους, και το ψηλό το κυπαρίσσι, που άγγιζε με την κορφή του το φεγγάρι, τούγνεψε από ψηλά και του είπε: — Σαν θέλης να ξανάβρης την αγάπη σου, βάλε ατσάλι στην καρδιά και σίδερο στα πόδια και τράβα το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Το βασιλόπουλο αναστέναξε.

Μα αποφάσισαν να υπακούσουνε στους θεούς για κείνους που σώθηκαν με τη φροντίδα των θεών. Άνοιξης ήταν αρχή κι' όλα τ' άνθη λουλούδιζαν στα δάση, στα λειβάδια, στα βουνά. Τώρα άρχιζε το βουητό της μέλισσας, των πουλιών το κελάδημα, τα χοροπηδήματα των νιογέννητων κοπαδιών· τ' αρνιά χοροπηδούσαν στα βουνά· βούηζαν στα λειβάδια οι μέλισσες· τα πουλιά γέμιζαν με τραγούδια τα χαμόδενδρα.

Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα. Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Το πρωί πρωί, ό τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως στην άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τάφτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν τόξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελλί, και πως θα τηνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα Τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι. Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, πούγινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό.

Κι απ' όλα το μεγαλήτερο το βουητό και το πιο ατέλειωτο φωνοκόπι τόβγαζαν οι γυναίκες που μαζεύουνταν κείνη την ώρα στη βρύση απέξω από το χωριό, να νεροκουβαλήσουν. Δαιμονισμένα τσιρίγματα κι ακράτητα γέλοια έπαιρνε στα φτερούγια του ο αέρας και τα σκόρπαγε στις τέσσερες άκρες του κόσμου.

Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα. Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό.