United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο και να μου φαίνεται τώρα αυτό παράξενο, τότε είμουνα γεμάτος βεβαιότητα. Πίστευα κ' είμουνα με την πίστη μου ευτυχισμένος όσο δε λέγεται. Ποτέ μου άλλη φορά δεν αιστάνθηκα περσότερη χαρά κ' ελπίδα, όσο όταν άρχισε να πέφτη το χειμώνα αυτόν το χιόνι και νοιώσαμε κείνο το ξεχωριστό κρυφό αίστημα, που είναι χαραχτηριστικό των βορεινών κλιμάτων πως είμαστε αποκλεισμένοι απ' όλους κι απ' όλα.

Ήρθε δεσπότης στα Γιάννινα ο Παρθενιάς ή Κόκκινος και τον εδεχτήκαμαν όλος ο κόσμος με μεγάλη παράταξη από την Αγία Κατερίνα ως τη Μητρόπολη. 1855, Τρυητή 15 , μέρα Πέφτη.

Όλο το διάστημα βρισκόμουνα σε φοβερή ένταση και το θάρρος μου άρχισε να πέφτη όταν περάσαμε την Γκαίτεμποργ και είδα τον αφρό της θάλασσας να σπάζη σταγαπημένα μου περιγιάλια.

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουππππ...

Προ πολλού, απήντησεν ο Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη.

Διότι εγώ τον μεν άνδρα μου τον Έκτορα είδα με τα μάτια μου να σκοτώνη ο Αχιλλεύς, το δε παιδί που απέκτησα από εκείνον, τον Αστυάνακτα, είδα να πέφτη από τους υψηλούς πύργους, όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τροίαν.

Σε λίγην ώρα, κοντά στο τέλος του Αγιασμού, την στιγμή που ήθελε να βαφτίση ο παπάς το Σταυρό στη λεκάνη, ακούστηκ' έξαφνα ένα φρου-φρου, κ' εβόιξ' η σπηλιά, κ' επαρουσιάστηκε για μια στιγμή, για όσην ώρα σας το λέγω, ένα ωραίο πουλί, μια περιστέρα, με άσπρα και σταχτιά και χρυσά φτερά, κ' εφτερούγιασε φρστ!... φρστ!... κ' ετίναξε τα φτερά της, κ' εχτύπησε με τα φτερά της το νερό, που ήτον μέσα στη λεκάνη του Αγιασμού, κι' αμέσως έγεινε άφαντη... Για δυο-τρεις στιγμές εξακολουθούσε, απ' το θόλο της σπηλιάς, να πέφτη νερό μέσ' τη λεκάνη, ύστερα έπαψε.

Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω. Τάχα από ποιο βουνόκορφο και ποιόν γκρεμό να πέφτη; Σε τι λαγκάδι να περνά.

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ.... »