United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούνταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βοριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλεπες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι' από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κ' εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.

Όξω ο λυσσιασμένος Βοριάς κόπασε κι' άρχισε να χιονίζη. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό και πολύ, ώστε όλο εκείνο το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας άλλαξε όψη.

Είπε, κι' ακούει η γλήγορη θεά, και χέρι χέρι έτρεξε κάτου απ' τις κορφές της Ίδας ως στον κάμπο. Πώς αψηλά οχ τα σύγνεφα πέφτει χαλάζι ή χιόνι 170 κατάκριο, σα φυσάει βοριάς και φέρνει παγοκαίρι, έτσι γοργόποδη η θεά πιλάλησε ως τον κάμπο.

Η γυναίκα διηγότανε κι ο άντρας βεβαίωνε ξαναλέγοντας τα λόγια της. Και το κακό είχε ρθει τόσο δόλια και ξαφνικά, ώστε να μην μπορέση να του αντισταθή κανείς ούτε να μπορέση να δώση κανείς βοήθεια. Η πυρκαϊά έπιασε μιαν ανοιξιάτικη μέρα το Μάρτη, μια μέρα που φυσούσε ο βοριάς ψυχρός κι ο πάγος ανάμεσα στα νησιά ούτ' έσπαζε ούτε βαστούσε να περάσουν απάνω του.

«Αν κι' από πολλά χρόνια είχα μάθει τους σκληρούς θανάτους, πώχουν γείνει στο σπίτι μου, κι' ο Γιατρός-Καιρός έχυσε το σωτήριο βάλσαμό του στες ανοιγμένες πληγές της καρδιάς μου, πάλι δεν μπορούσα να μην αιστανθώ, άλλη μια φορά, όλη τη λύπη ακέρια, για τον παράκαιρο χαμό των πολυαγαπημένων μου. Τα δάκρυα μου πλημμύριζαν, σαν ποτάμια, και πάσκιζαν να με πνίξουν, αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου στη μάννα μου, που τα γεράματά της, κι' η μητρική της λαχτάρα μου φυσούσαν άγιο σέβας, στη θυγατέρα μου, που η αγάπη της, κι' η δροσερή της νιότη φύτευαν στη ματωμένη μου καρδιά την πλειο γλυκύτερη χαρά και την πλειο μεγαλύτερη ελπίδα, και στην αδερφή μου και στο γαμπρό μου, που η αγάπη τους, και η ειλικρινή τους έγνοια μ' έκαναν να γεμίζω παρηγοριά, σταματούσαν τα δάκρυα μου και σκορπούσε ο πόνος μου, σαν πως σκορπίζονται τα σύννεφα στον ουρανό, όταν φυσάη ο δυνατός βοριάς. Πάντα το Τώρα νικάει το

Κ' οι ανέμοι τάχα δεν είνε στοιχειά; Ο Βοριάς δεν είνε στοιχειό ανήμερο που καταλεί πέντε στο φαγί και δέκα στην καθησιά του και αν δεν γεράση δεν ταξειδεύεται! Η Νοτιά δεν είνε χειρώτερη από πουτάνα που όσο γεράζει τόσο και ζετσιπώνεται!

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουππππ...

Πώς πέφτει αχόρταγη φωτιά μες σ' ακόφτονε λόγγο· 155 παντού κλωθόστριφτη ο βοριάς τήνε φυσάει, κι' οι θάμνοι σύριζα πέφτουν, τι μ' ορμή τους συνεπαίρνει η φλόγα· έτσι έρηχνε τ' Ατρέα ο γιος τα παλικάρια χάμου καθώς μπροστά του φέβγανε, κι' άτια πολλά βαρβάτα άδιες λαλούσαν άμαξες, ζητώντας αμαξάδες, 150 μες στου πολέμου τα στρατιά· μα αφτοί είταν ξαπλωμένοι χάμου, πολύ πιο ορεχτικοί για όρνια πάρα τέρια. 162

Κι' όπως στην πολυτάραχη ακρογιαλιά το κύμα δίχως πλακώνει ανακοπή, βοριάς σαν το ξυπνήσει, και πρωταρχύς στο πέλαγο φουσκώνει, μα κατόπι σπάει στην ξηρά μουγκρίζοντας, κι' ολύγυρα στους κάβους 425 θεριέβει καθώς έρχεται κορφοστρογγυλωμένο, κι' όξω απ' τα σπλάχνα του ξερνάει της θάλασσας την άχνη· έτσι και τότε απανωτοί των Αχαιών οι λόχοι μ' απόφαση να παν ομπρός στον πόλεμο κινούσαν.

Και ρίχνονταν ακράτητοι, σα κύματα αγριεμένα, Με δύναμη και με θυμό και με μεγάλην έχτρα, Σα να μην είχανε πιαστή, να μη είταν κουρασμένοι, Μπαρούτι απάνω στη φωτιά, μανία στη μανία, Καταστροφή και χαλασμός, βοριάς και τρικυμία.