United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, και τ' αγρίκησε το λόγο ο Αγαμέμνος, και τους διαλαλητάδες του προστάζει εφτύς να κράξουν στον πόλεμο τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες· κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ώστε δεν παίρνω ούτ' εγώ, κι' αδίκως θα κινήσω; ΧΡΕΜΗΣ Κι' όταν για δεύτερη φορά λαλούσαν τα κοκκόρια αν ήσουν, πάλι θα 'μενες από τους άλλους χώρια. Ώ τριώβολο χαμένο! σε θυμούμαι και πονώ• κλάψε με και πεθαμμένο κλάψε με και ζωντανό» . Την έπαθα! Και δεν μου λες, ποιός λόγος νάταν τώρα που τόσον κόσμο μάζωξε στην Πνύκα τέτοιαν ώρα;

Έτι περισσότερα παρέχει η Θεσσαλία• τον Πελλίαν λ. χ., τον Ιάσονα, την Άλκηστιν, την εκστρατείαν των πεντήκοντα νέων και το πλοίον Αργώ με την λαλούσαν τρόπιδα. Εκτός τούτων τα γενόμενα εις την Λήμνον, τον Αιήτην, το όνειρον της Μηδείας, την κατασπάραξιν του Αψύρτου και όσα συνέβησαν κατά τον πλουν, έπειτα δε τα περί του Πρωτεσιλάου και της Λαοδαμείας.

Εσυλλογίζετο την πενίαν των την αφόρητον. Εσυλλογίζετο την χαράν του κόσμου — ω! αυτό δεν το εσυλλογίζετο! το ήκουεν έως εις τα μεσάνυκτα, ήχουν ως άσμα, ως εναρμόνιον μουσικήν, λαλούσαν εις τας οικίας όλας των Χριστιανών· το έβλεπε σχεδόν, από την ανοικτήν θυρίδα της, θεωρούσα το πολύ φως της απέναντι γειτονικής οικίας. Την επήρε λοιπόν το παράπονον και έκλαιε και με τα κλαύματα απεκοιμήθη.

Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα. Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά.

Έρριχναν το λιθάρι μαζί τους, λαλούσαν τη φλογέρα, σαλάχαγαν τα γιδοπρόβατα « χάι!.... χάι!....ααααααααααα Από κει κατέβαιναν στους κάμπους με τους ζευγάδες· έπειτα πήδαγαν στις αργατιές, στο θερό και στον τρύγο· έπαιρναν κ' έδιναν σκοπούς στις λυγερές και στα παλληκάρια.

Και τότε ο φτερογλήγορος της απαντά Αχιλέας «Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και το νεκρό τους δίνω, αν τέτιος είναιαφού το λες — ο ορισμός του Δία140 Σαν έτσι οι διο τους τότε εκεί στα πλοία, γιος και μάννα· λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.

Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κ' ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κ' η ψυχή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμη, πώς θα φανή, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφήσουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσσα του κάμπου και του βουνού.

Κι' απ' το Βουπράσι οι Αχαιοί κατά την Πύλο τότες 760 λαλούσαν πίσω τ' άλογα, δοξολογώντας όλοι το γιο του Κρόνου απ' τους θεούς, το Νέστορα απ' τους άντρες. Έτσι είμουν, νιος κι' αν είμουνα! Μα απ' τ' Αχιλιά τη νιότη ψυχή στον κόσμο δε θα δει σταλιά καλό. Μα ας είναι! μετανιωμένος και πικρά θα κλάψει σα χαθούμε.

Η κοκκώνα με διηγήθη την ιστορία του χωριανού σας που πήρε το φαρμάκι στα Ψωμαθιά για την κόρη του Ξανθούλη, και του έβγαλαν τραγούδι και το λαλούσαν μέσ' στον δρόμο... Θεός να φυλάγη το παιδί μου! Εγνώριζον την ιστορίαν του χωριανού μας. Εκ του υπαινιγμού αυτής συνεπέρανα το πάθος του δυστυχούς Κιαμήλη.