United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέταρτος ο Αντίλοχος να παραβγεί σηκώθη, του Νέστορα ο λεβέντης γιος, του στεριοστήθα γέρου, και διο καλότριχα άλογα μ' ακούραστα ποδάρια στ' αμάξι ζέβει, θρέμματα της αμμουδάτης Πύλος.

Δηλαδή φρονώ ότι ο Όμηρος παρέστησε καλλίτερον από όλους τους άνδρας οι οποίοι έφθασαν εις την Τροίαν τον Αχιλλέα, σοφώτερον δε τον Νέστορα, και πολυμηχανώτατον τον Οδυσσέα. Σωκράτης. Οϊμέ, Ιππία μου. Άραγε θα μου κάμης μίαν μικράν χάριν να μη με περιγελάς, εάν με δυσκολίαν εννοώ τα λεγόμενά σου και συχνά σε εξαναρωτώ; Σε παρακαλώ λοιπόν, προσπάθησε να μου απαντήσης μειλιχίως και απαθώς. Ιππίας.

Η αφορμή δε και η αρχή της πραγματείας μου είναι κάπως η εξής. «Αφού εκυριεύθη η Τροία, η ιστορία διηγείται ότι ο Νεοπτόλεμος ηρώτησε τον Νέστορα ποίαι ασχολίαι είναι ωραίαι, εις τας οποίας εάν καταγίνη κανείς εν όσω είναι νέος μπορεί να αναδειχθή». Κατόπιν λοιπόν παρουσιάζεται ως ομιλών ο Νέστωρ και υποδεικνύει εις αυτόν πλείστα όσα νόμιμα και ωραιότατα.

Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, θέλανε οι Αίιδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη, τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης, τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, 230 τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του.

Είπε, και το χαντάκι εφτύς περνάει, και παν μαζί του κι' οι καπετάνιοι, όσοι είτανε στη συντυχιά κραγμένοι. 195 Πήγε ο Μηριόνης, πήγε ο γιος του Νέστορα ο λεβέντης, τι τους προσκάλεσαν να παν μαζί ναν τα μιλήσουν.

ΜΕΝ. Όχι παραφροσύνην, αλλά ματαιοδοξίαν και αλαζονείαν και πολλήν κουταμάραν• αυτά σ' εκατάκαψαν ομού με τα χάλκινα υποδήματά σου και η τιμωρία σου έπρεπε. Αλλά το τέχνασμα δεν σου εχρησίμευσεν εις τίποτε, διότι ανεκαλύφθη ότι απέθανες. Ο δε Σωκράτης, ω Αιακέ, πού να είνε; ΑΙΑΚ. Συνήθως κάθεται και φλυαρεί με τον Νέστορα και τον Παλαμήδην. ΜΕΝ. Επεθύμουν να τον ίδω, εάν είνε εδώ πουθενά.

Κι' αφού τους έκραξε, έστησε βαθιά βουλή μαζί τους 55 «Ακούστε, αδρέφια. Ο Όνειρος μου φάνηκε ήρθε τάχα μες στην αθάνατη νυχτιά, στον ύπνο που κοιμόμουν, κι' απ' όλους πιο του Νέστορα, του βασιλιά απ' την Πύλο, λες θάμιαζε στο πρόσωπο, στ' ανάστημα, στα χρόνια.

Με τον Αχιλλέα λόγου χάριν, όποιος ανεδείχθη, θα ημπορούσε να παρομοιάση κανείς και τον Βρασίδαν και άλλους, και με τον Περικλή πάλιν, και τον Νέστορα και τον Αντήνορα· είνε δε και άλλοι που ημπορούν να παραλληλισθούν κατ' αυτόν τον τρόπον· ενώ το αλλόκοτον του ανθρώπου τούτου, και εις τον χαρακτήρα και εις τους λόγους, δεν ημπορεί κανείς να το εύρη, οσονδήποτε και αν σκεφθή, εις κανένα ούτε από τους σημερινούς ούτε από τους παλαιούς, εκτός εάν τον παρομοιάση με ό,τι εγώ τον παρωμοίασα, όχι δηλαδή με άνθρωπον οιονδήποτε, αλλά με σειληνούς και σατύρους, και αυτόν και τους λόγους του.

Καιρό στεκότανε όρθιοςγιατί άμμο βρήκε εκεί βαθύως που τ' αλόγατά του τον κλώτσησαν και χάμου εκεί τον ξάπλωσαν στο χώμα, καθώς ο γιος του Νέστορα τα βάρεσε να τρέξουν, κι' έτσι τα πήγε ως στα γοργά των Αχαιών καράβια.

Τότες γυρνάει στο Νέστορα και λέει ο Αγαμέμνος «Κανείς αλήθια, γέρο μου, στους λόγους δε σου βγαίνει. 370 Ε και αν σούχα, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, ως δέκα συβουλάτορες μονάχα ναν του μιάζουν! Γλήγορα τότες θάβλεπαν γονατιστή την Τροία και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μας.