United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από 'ναν κάπιον ποιητή, τα πήρε, ξαϊκουσμένον, Στους αλλοτεσινούς καιρούς, σε τέτια προκομμένον· 20 Που σ' όσα και αν εσύνθεσε παρόμια παραμύθια, Ποτέ δεν παραστράτησε οχ τη σωστήν αλήθια. Και λέγει από 'ναν τα ήκουσε, που κείνος τα 'χε μάθη Απ' άλλον, που τα διάβασε σε ποίημα, που χάθη. Πως μια φορά εσυνέβηκε, πως κάποτ' είχε λάχη, 25 Σε Ποντικούς ανάμεσα και σε Μπακάκους, μάχη.

Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.

Όμως αλήθια αφτά αν τα λες κι' όχι έτσι τάχα λόγια, σύρε ως στους θεϊκούς σωρούς κι' αμέσως κράξε τώρα Την ανεμόποδη Ίριδα ναρθεί και τον Απόλλο, 55 για να κατέβει η Ίριδα στων Αχαιών τους λόχους κι' ας πει του σείστη Ποσειδού ν' αφίσει τους πολέμους και να τραβάει στον πύργο του μες στου γιαλού τα βαθιά· κι' ας στείλει ο Φοίβος πάλε ομπρός τον Έχτορα στη μάχη, μέσα ξανά φυσώντας του ζωή σαν του γιατρέψει 60 τους πόνους που τον τυραννούν, και τους Αργίτες πίσω ας τους γυρίσει με φεβγιό δειλόκαρδο σκιαγμένους, που αβάσταχτοι ως στα φτερωτά να τσακιστούν καράβια. 63 Μα πριν δεν ξεθυμώνω εγώ, μήτε θεό κανέναν 72 άλλονε αφήνω εδώ βοηθός των Αχαιών να τρέξει, πριν ως στην άκρη ο πόθος του τελειώσει τ' Αχιλέα που τούταξατη θεϊκιά κουνώντας κεφαλή μου75 τη μέρα π' άγγιξε η θεά τα γόνατά μου, η Θέτη, και να τιμήσω κλάφτηκε τον καστροπάρτη γιο της

Αφτός εκεί είναι ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος, δίκιος αντάμα βασιλιάς κι' ακοντιστής παράξιος· κουνιάδο εγώ η κακόσουρτη έναν καιρό τον είχα180 Είπε, κι' ο γέρος τον τηράει με θιαμασμό και κράζει «Ω καλομοίρη ζηλεφτέ πλουτόθρεφτε Αγαμέμνο, πόσους αλήθια Δαναούς ορίζει η δύναμή σου!

Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. Ογκωμένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.

Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει, Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει. Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο; Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60 Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω, Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο, Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω, Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.

Πάντα όμιος δίχως λάθος, Και σε ύψος, και σε βάθος, Σε μεγάλα σε μικρά, Τ' άλλα στόματα ομπροστά του, Ως προς τα χαρίσματά του, Μνήσκουν άλαλα, νεκρά. Είναι, είνα, αλήθια τέρας Της τωρεσινής ημέρας, Του αιώνα η στολή· Μόνε σ' ένα πράμμα σφάλλει Το αμίμητο κεφάλι, Που χοντρά παραλαλεί. Α ν ο σ τ α ν ά λ α δ ο ς Ακόμα δεν αγρήκησα τινάν να ειπή, Μια χάρι να 'χης τάχατε, σαν οι λοιποί.

Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας 400 «Βρε δώρα αλήθια μια φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου! τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει, εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα.

Είπε, κι' εφτύς μια κονταριά του ζάφτει στην ασπίδα και τ' όπλο του ίσα διάβηκε τη φωτοβόλα ασπίδα 435 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώθηκε τσαπράζα, και ξέσκισε όλη απ' τα πλεβρά τη σάρκα, μα η Παλλάδα μέσα τ' αντρός δεν άφισε τα σωθικά ν' αγγίξει. Ένιωσε εκείνος πως βαριά δεν είτανε η πληγή του, κι' ορμώντας πάλι, μίλησε του Σώκου αφτά τα λόγια 440 «Α σκύλε, τώρα σ' έφαγε το μάβρο φίδι αλήθια!

Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.