United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτούς ο Αχιλέας τους είχε πιάσει μια φορά μες στις πλαγιές της Ίδας 105 ενώ βοσκούσαν πρόβατα, και με λυγαριοκλώνια τους έδεσε, και ξαγορά ναν τους αφίσει πήρε. Τότες στα στήθια ακόντισε τον ένα ο Αγαμέμνος, εκεί ίσα στ' απανόβυζα· τον άλλο, σέρνοντάς του μια με τη σπάθα προ τ' αφτί, τον γκρέμισε απ' τ' αμάξι.

Ύστερα τρέχει και διο γιους του Βιά, το Λαογόνο 460 και Δάρδανο, οχ τ' αμάξι τους γκρεμίζει, τι τη σπάθα στον ένα μπήγει από κοντά, στον άλλον το κοντάρι. Τον Τρώα, τ' Αλαστόρου γιοαφτός του πέφτει ομπρός του στα πόδια, μην τον λυπηθεί και τη ζωή τ' αφίσει, 464 ο έρμος! :Μα δεν τόξερε πως άδικα λαλούσε, 466 τι δα απαλόκαρδη ψυχή και μαλακιά δεν είχε, παρά θεριού.

Τα γκέμια αφτός κρατούσε κι' έτρεχε εκεί που πιο πυκνοί χτυπιόντουσαν οι λόχοι, του αντρειωμένου Έχτορα ζητώντας και τους Τρώες να καλοπιάσει· μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, 450 κακό που δεν του πρόλαβαν κιας λαχταρούσαν όλοι, τι πίσω μπήκε η άχαρη σαΐτα μες στο σνίχι. Κι' όξω οχ τ' αμάξι κύλησε, γυρνούν και τα γοργά άτια πίσω ξανά, την άμαξα κατρακυλώντας άδια.

Έπειτα τ' άλλα πήρε ομπρός κοπάδια των οχτρώνε με το κοντάρι το σπαθί και με βαριές κοτρώνες, 265 όσο έτσι οχ την πληγή ζεστό ακόμα τούτρεχε αίμας. Μα σαν ξεράθηκε η πληγή και τούπαψε το αίμας κι' άρχισαν πόνοι σουγλεροί ναν του μασούν τα σπλάχνα, 268 τότες στ' αμάξι ανέβηκε και τ' αμαξά στα πλοία 273 τούπε να πάει, τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους.

Σε μια ώρα θα σε μάθη όσα φθάνουν για να διδάξης τον βασιληά τα γονικά του. Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννηά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλλα του παλατιού.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα; ΟΡΑΤΙΟΣ Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη· ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη, όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας τους Πολωνούςτον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι. Είναι παράδοξο.

Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσετο τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιάτην άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρόολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάματους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκιατην ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναντου ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχειτους κάπρους ηδονή καιτα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώτα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοιαταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.

Κι' ανέβηκε στο φλογωπό τ' αμάξι, και στα χέρια άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, 390 που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Ξανά άλλη ο Τέφκρος τίναξε οχ τη χορδή σαΐτα ίσια μπροστά στον Έχτορα, ζητώντας ναν τον σφάξει. 310 Μα αστόχησε κι' αφτό, γιατί τη στραβοπήγε ο Φοίβος, μόνε τον Αρχεπόλεμο χτυπάει, τον αντριωμένο του Έχτορα αλογοδηγό, ενώ στη μάχη ορμούσε. κι' ομπρόστηθα, εκεί στου βυζιού τα μέρη, τον καρφώνει· κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησεπήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτιακι' έμεινε νεκρός αφτού στον τόπο. 315