United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κακαμπός, που έχυνε κρασί σ' έναν απ' αυτούς τους έξι ξένους, πλησίασε στ' αυτί του αφέντη του, κατά το τέλος του δείπνου, και τούπε: — Η Μεγαλειότητά σας ημπορεί ν' αναχωρήση όποτε θέλη, το καράβι είναι έτοιμο. Αφού είπε αυτές τις λέξεις, βγήκε έξω.

Όμως αδιάφορος κι' ο γιος δεν έμεινε του Πάνθου άμα ο λεβέντης Πάτροκλος σκοτώθηκε, μον πήγε 10 κοντά του εκεί και στάθηκε και του Μενέλα τούπε «Θεόσπαρτε τ' Ατρέα γιε, Μενέλα πολεμάρχη, πίσω!

Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. 400 Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος.

Τότες λοξά τον κοίταξε ο Έχτορας και τούπε 284 «Αλλού να πας τους λόγους σου να βγάζεις, Πολυδάμα, 285 που θες ξανά μες στο καστρί σα γίδια να χωθούμε!

Μον τα γοργά με γλύτωσαν ποδάρια· αλλιώς, πιος ξέρει 885 σαν πόσα χρόνια στων νεκρών τον τόπο θα βογκούσα, ή ζωντανός θ' απόμενα χαλκοσακατεμένοςΤότες, τον στραβοκοίταξε του Κρόνου ο γιος και τούπε «Μην ήρθες, άστατο κορμί, κοντά μου και γκρινιάζεις! Άλλο θεό δε μάχουμαι εγώ καθώς εσένα, 890 τι πάντα θες λογοκοπές, θες φόνους, θες πολέμους.

Μια μέρα μ' έκραξε ο Αλής... Τα φρύδια του μαχαίρια, Το στόμα τάφος ανοιχτός... Μου λέγει... «Ομέρ Βριόνη »Απόψε τα κεφάλια τους...» Και βγάνει ένα δεφτέρι Οπού είχε μεςτον κόρφο του. Μου τώδωκε και φεύγει. — Δε θέλω να το μάθω. — Θυμήθηκα τον πάππο μου, πουτα γεράματά του Μώδινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω... Ότ' είμαι... βασιλόπουλο.. — Μας τούπε και ο Κυρ Μάνθος.

Τρεις τότες χύθηκε βολές ζητώντας ναν τον σφάξει, 445 και τρεις με τ' όπλο τη βαθιά κοπάνισε θολούρα· μα όταν και τέταρτη όρμησε λες σα στοιχιό οχ τον Άδη, τότε έμπηξε φριχτή φωνή και τούπε αφτά τα λόγια «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, 450 π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.

Ο νέος, γερμένος απάνω στο κουκλάκι, το γλυκοκύτταζε και του χαμογελούσε, σα νάβλεπε μέσα του την όμορφη κοπέλλα που θα γινότανε μια μέρα, κ' η μαϊμουδίτσα σήκωνε απ’ το βάθος καταπάνω του τα μάτια της, σα νάτον ο αγαπημένος της- και μόνο τα μπόγια τους που δεν ταιριάζανε. . . Αλήθεια η ψυχή τανθρώπου δεν έχει χρόνια παιδιάτικα, ούτε και γεροντάματα κάτω απ’ τα χιόνια των μαλλιών και τις ζάρες που σταφιδιάζουν τις ωραίες ρόγες: ολάνθιστη γεννιέται και νέα πάντα μένει και σβήνει, χωρίς να ξεφυλλίση, μ' όλη της τη λάμψη σαν τη συνονόματη της, τη χρυσοφτέρουγη «Ψυχή». . . Πνίγηκε η Λιόλια απ’τα γέλοια σαν είδε το μικρό να χορεύη κοντά της με τόση σοβαρότητα και να κάνη ρεβερέντσα στον καβαλλιέρο του με τόνα ποδαράκι πίσωθ’ ανασηκωτό . . κ' εκεί που γέλαγε, τέλειωσ’ ο χορός κ' ήρθε τρέχοντας να την πάρη απ' τα χέρια του Νίκου ο Μίμης. . . Άσε μας ντε κ'εμάς λιγάκι να μυρίσουμε κορίτσι! τούπε αυτός με πίκα.

Χάρηκε του Δία ο γιος μια στάλα άμα τον είδε κι' έρχουνταν, και τούπε με τα δάκρια «Βοήθια, του Πριάμου γιε, βοήθια! Μη μ' αφήκεις να πέσω, κι' αρπαχτάρι εδώ να γίνω των οχτρώνε. 685 Κατόπι μες στη χώρα σας ας κλείσω και τα μάτια, μιας και δε μούτανε γραφτό πίσω κι' εγώ να σύρω. στο σπίτι στην πατρίδα μου, και να καλοκαρδίσω το τέρι μου το λατρεφτό, τ' ανήλικο παιδί μου