United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σκιάχτηκε η θεά, η γελαδόματη Ήρα, και φοβισμένη απάντησε διο φτερωμένα λόγια 35 «Σ' αμώνω τώρα μα τη Γης, μα τα ουράνια απάνου, και μα τη μελανόχυτη της Φρίκιας καταβόθρα, π' όρκος ο πιό 'ναι φοβερός με τους θεούς και δέτης, μα τη σεπτή σου κεφαλή, το νυφικό μας στρώμα, το στρώμα εγώ που ψέφτορκα στο στόμα μου δεν πιάνω, 40 σου τάζω ο σείστης Ποσειδός δε βλάφτει απ' αφορμή μου τους Τρώες και τον Έχτορα, ή και βοηθάει Αργίτες, Μον θαν τον σπρώχνει αφτόθελα μέσα η καρδιά, γιατί είδε και πόνεσε τους Αχαιούς πούταν στενά ζωσμένοι.

Πολλάκις δε συνέβη να φανούν δήθεν ακουσίως τα γυμνά μέλη της και τότε έβλεπα ότι εφόρει περιδέραια χρυσά παχύτερα από τους κλοιούς των φυλακισμένων. Έφυγα λοιπόν αμέσως, οικτείρων τους δυστυχείς εκείνους, οίτινες εσύροντο παρ' αυτής ουχί από την μύτην, αλλ' από τα γένεια, και όπως ο Ιξίων, συνευρίσκοντο με σκιάν νομίζοντες ότι ήτο η Ήρα.

Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου, τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχηΤότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε «Ομπρός λοιπόν! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, 765 π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβειΕίπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα.

Και θαν τον τράβαε μάλιστα με πάγκοσμή του δόξα, 165 μα η ανεμόποδη Ίριδα γοργή στον Αχιλέα τρέχει μηνήτρα, και του λέει ν' αρματωθεί, τι η Ήρα κρυφά απ' το Δία και λοιπούς την έστειλε αθανάτους. Και πήγε στάθηκε κοντά και τούπε αφτά τα λόγια «Σήκω, Αχιλέα, ολόπρωτο του κόσμου παλικάρι, 170 βόηθα για το νεκρό!

Τέλος με φωνήν τραγωδού προφέρων ελληνιστί τα ονόματά των, είπε: — Ζευ, Απόλλων, Ήρα, Αθηνά, Περσεφόνη και σεις πάντες θεοί αθάνατοι! Διατί δεν μας εβοηθήσατε; Τι έπραξεν εις τους κακοδαίμονας αυτούς χριστιανούς η δύστηνος αύτη πόλις και την επυρπόλησαν; — Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους και εχθροί σου! είπεν η Ποππέα. Τότε όλοι ομού: — Απόδος δικαιοσύνην! Τιμώρησον τους εμπρηστάς!

Χώρια του εκεί καθήσανε οι διο θεές μονάχες δίχως μια λέξη ναν του πουν ή ναν τον χαιρετήσουν. 445 Μα αφτός στο νου του τόνιωσε το τι είχαν και τους είπε «Γιατί, Ήρα, τόσο, κι' Αθήνα, γιατί είστε μουδιασμένες; Μα Τι, αποστάσατε μαθές στη δοξοδότρα μάχη σφάζοντας Τρώες, π' άσβυστη κι' οι διο τους έχετε έχτρα; Λαχτάρα σας! με την αντριά και δύναμη μου πούχω, 450 δε με γυρνούσαν όσοι εδώ θεοί είναι στα ουράνια· μα εσάς τ' αφράτα στήθια σας πριν τάπιασε τρεμούλα, πριν δείτε καν τον πόλεμο και τα φριχτά του πάθια.

Τότες απάντησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα «Θέμη θεά, μην τα ρωτάς! Κι' εσύ εκείνου την ξέρεις τη γνώμη τι είναι, ανήμερη δίχως ψηφιά και σπλάχνος.

ΝΟΤ. Αυτήν την δάμαλιν, ω Ζέφυρε, την οποίαν ο Ερμής οδηγεί διά του πελάγους εις την Αίγυπτον, διεκόρευσεν ο Ζευς ερωτευθείς αυτήν; ΖΕΦ. Ναι, αλλά δεν ήτο δάμαλις τότε, ήτο κόρη του ποταμού Ινάχου• τώρα δε η Ήρα την μετεμόρφωσεν ούτω πώς εκ ζηλοτυπίας, διότι έβλεπεν ότι ο Ζευς την ηγάπα καθ' υπερβολήν. ΝΟΤ. Και τώρα ακόμη αγαπά αυτήν την αγελάδα;

Κι εγώ, αν εσύ θυμώνεις, 477 δε χολοσκάνω, μηδέ αν πας πέρα ως την άκρη άκρη της γης και του πελάγου, εκεί που ο Γιαπετός κι' ο Κρόνος κάθουνται, κι' ούτε χαίρουνται δροσαχνισμένα αγέρια 480 ούτ' ήλιο, κι' είναι ολόγυρα τα βάθια του Ταρτάρου· αν καταντήσεις κι' ως εκεί, εγώ τα πείσματά σου δεν τα ψηφάω, γιατί όμιο σου θεριό δε βρίσκεται άλλοΕίπε, μα δεν τ' απάντησε μηδέ μια λέξη η Ήρα.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, η σεβαστή Παλλάδα. Κι' εκείνη πάει και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, 720 η Ήρα η αρχιθέισσα, του Κρόνου η θυγατέρα. Κι' η Ήβα πέρασε γοργά στο σιδερένιο αξόνι, απ' τ' αμαξού τις δυο μεριές, τους στρογγυλούς χαλκένιους, τους οχτοδράχτινους τροχούς.