United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν τον είδε ο θεϊκός τον πόνεσε Αχιλέας, 5 και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια. «Τι κλαις σαν κόρη, Πάτροκλε, μικρούλα που της μάννας ζητάει, μαζί της τρέχοντας, στα χέρια ναν την πάρει, και την τραβά ενώ βιάζεται, κι' ως που ναν τη σηκώσει τη βλέπει πάντα ολόδακρη πιασμένη απ' την ποδιά της; 10 Έτσι τα δάκρια, Πάτροκλε, σαν κοπελούδι χύνεις.

Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τριτριτριτρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτεφάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!... Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Αυτή βλέποντάς τον σκλάβον, ηρώτησε τον Κουλούφ, διατί έφερεν αυτόν τον σκλάβον μαζί του· ο δε της είπε πως ετούτος ο σκλάβος είναι πολλά μέτωρος, μπουφόνος, ήγουν τζουτζές, λαλεί ευμορφότατα το κύμβαλον, τραγουδεί εξαίσια, και κάνει και τον ποιητήν· ελπίζω το λοιπόν πως θέλει σας δώσει ηδονήν.

τα ρέπια, στα χαλάσματα, η κουκουβάγια σκούζει· Μέσα σε αυλάκι, σε βαρκό, λαλεί η νεροχελώνα Τ' αηδόνι κρύβεται βαθειά στ' αγκαθερά τα βάτα Και την αγάπη τραγουδάει με τον γλυκό σκοπό του Κ' η νυχτερίδα η μάγισσα, με το φτερούγισμά της Το γλήγορο και το τρελλό, σχίζει τα σκότα απάνου Και με τα ολόχαρα παιδιά του ζευγολάτη παίζει.

Πάλιν παρετήρησε τούτο εις τα βλέμματα τα οποία αντήλλαξαν οι παρόντες Γραμματείς, και από το ήθος του προσώπου των. Αλλά την φοράν ταύτην επροκάλεσεν ο ίδιος την προσοχήν εις τους λόγους Του, και διά θαύματος τους εδικαιολόγησε. «Τι ούτος λαλεί βλασφημίαςέλεγον προς αλλήλους οι Φαρισαίοι.

Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της. — Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται; — Ήρθα να ιδώ το Γιάννο. — Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ' εδώ. Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα.

Μα με καιρό πετιέται πια και τους λαλεί ο Μενέλας με τις βρισές, και τούβραζε μέσα η καρδιά απ' το πάθος 95 «Ωχού μου παινεσιάρηδες, γυναίκες κι' όχι πια άντρες, πάει πια, του κόσμου σιχαμός θα γίνουμε, αν εδώ όλοι μπροστά στον Έχτορα τ' αφτιά τα κατεβάσουμε έτσι.

Και να! τον είδε 200 πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους τριγύρω, π' οχ τα Τρίκκαλα τους έφερε μαζί του. Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Μη στέκεις, θρέμμα τ' Ασκληπιού!

Τότε αυτός λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου έπαυσε, και μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω· λάβε, ω υιέ μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως το εξεύρεις· Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την πράξιν εις αυτό, άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον με την φωνήν μου, που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν έλειψε που κατά πολλά να με επαινέση.