United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ω φίλε, αυτότην γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».

Σαν την Γαλάτεια κι' αυτή να γίνη νύφη ζηλευτή, μα νάναι και με προίκα. Κι' όλοι τη νύφη να κυττούν, και να μην παύουν να 'ρωτούν που διάβολο τη 'βρήκα! Μπόι δυο πήχες, κόψι κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι' εκεί Κούτελο θείο 'λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι' ένα πηγούνι σαν το Χριστό.

Κι' ανέβηκε στο φλογωπό τ' αμάξι, και στα χέρια άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, 390 που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

Τι και του γέρου μου μαθές τρανό χρωστιούνταν χρέος, τέσσερα τρεξεμιά άλογα κι' οι άμαξες που πήγαν να παραβγούν· γιατί είτανε να τρέξουν για τριπόδι, 700 μα εκεί τα κατακράτησε ο βασιλιάς Αβγείας, κι' έδιωξε απέ τον αμαξά που θρήναε τ' άλογά του.

Και μίαν ημέραν ηκούσθη να του λέγη: — Λιμοκοντόρος μας γίνηκες και συ και δεν χωνεύεις τους φτωχούς ανθρώπους; Να, για να πάρης γάντια! Να, για ν' αγοράσης λουστρίνια!... Παλιόσκυλο, δεν βλέπεις τα χάλια σου, που δεν έχεις βρακί να φορέσης, μόνο μας κάνεις τον τρανό και συ!

Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας 10 κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε.

Γλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, 770 Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του 775 Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; 780

Κατόπιν λοιπόν πάλι αφού εγώ και η καλή γυναίκα μου γεννήσαμε αυτόν τον γυιο, τρανό καυγά για τώνομά του αρχίσαμε. Στήσαμε για πολύν καιρό καυγάδες και βρισίδι, αλλά συμβιβασθήκαμε, και τέλος Φειδιππίδη τον βγάλαμε.

Παρέκει τον Τληπόλεμο, άντρα τρανό λεβέντη, και γιο του Ηρακλή, η σκληρή τον στέλνει μοίρα απάνου στο Σαρπηδό που με θεούς να μετρηθεί μπορούσε.