United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πετάξετε, ονείρατα των ποιητών τρελλά, απάνω 'στης φτερούγες σας σηκώσετε κι' εμένα, και φέρετέ με 'γρήγορα 'ψηλά, πολύ ψηλά, ως ότου να μη βλέπω γη και άνθρωπο κανένα. Ω! ας ιδώ αόρατα μυστηριώδη κάλλη, ας με θαμβώνουν άγνωστοι εκστάσεις κι' οπτασίαι, και έξαφνα ας χάνωνται η μια μετά την άλλη, καθώς των πολικών χωρών αι φαντασμαγορίαι.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Τα κουπιά σαν φτερούγες ψαριού ήγγιζαν το νερό, που υπεχώρει, το νερό, που τόσον εύκαμπτον και όμως τόσον ισχυρόν είναι, που έχει ράχην διά να φέρη επάνω του και φάρυγγα διά να καταπίνη, που ηπίως μειδιά, που αυτήν την μαλακότητα αλλά όμως και τον φόβον ενσταλλάζει, που είναι ικανόν να κατασυντρίψη.

Είδα και τις φτερούγες του στους ώμους και σαϊτούλες ανάμεσα στους ώμους και στις φτερούγες και δεν ξανάειδα πια μήτε τούτα, μήτε το παιδί. Κι αν δεν έβγαλα του κάκου τούτες τις άσπρες και δεν αποκουτάθηκα στα γεράματά μου, στον έρωτα, παιδιά μου, είσαστε αφιερωμένα κι ο έρωτας νοιάζεται για σας.

Πίσω τους ένα μαύρο σύγνεφο σα δικέφαλος αητός με τις φτερούγες ολάνοιχτες έσκυβε απάνω τους σαν όρνιο στο ψοφήμι. Πότ' έδειχνε πως τα ξέσχιζε με το ράμφος του και πότε πως ήθελε να τα σηκώση στις φτερούγες του και να τα πάρη μαζί του. Μα και το σύγνεφο δεν έκανε άλλο παρά να δείχνη την ομορφιά και τη χάρη τους. Τα μάρμαρα έπαιρναν ένα χρώμα κιτρινόλευκο σα να ήταν από ελεφαντοκόκκαλο.

Κ' εκεί που έλεγεν αυτά, τζίτζικας φεύγοντας χελιδόνι, που ήθελε να τον πιάση, έπεσε μες στον κόρφο της Χλόης· το χελιδόνι πετώντας το κατόπι του δεν μπόρεσε να τον πιάση, μα με τις φτερούγες του άγγιξε τα μάγουλά της, επειδή κυνηγώντας το τζίτζικα επέρασε πολύ κοντά της. Κ' η Χλόη μην ηξέροντας τι συνέβηκε, αφού φώναξε δυνατά, πετάχτηκε από τον ύπνο.

Κι όπως είταν όλα ανάκατα δεμένα, με τα κεφάλια προς τα κάτω, με τις κατατσακισμένες φτερούγες τους, με τα ματωμένα φτερά τους, άλλα μικρά εδώ, κι άλλα μεγάλα εκεί, με τα τουφέκια και τα σελάχια στο πλάι μέσα στη μεγάλη αναλαμπή της φωτιάς, που πλημμύριζε την καλύβα έπαιρναν την ξεχωριστή εκείνη ομορφιά, το ξεχωριστό εκείνο μεθύσι που ένας αληθινός κυνηγός μονάχα το νιώθει.

Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Και είμαι εγώ εκείνος που τα σκάρωσε όλαΣτην πόρτα η Νοέμι έστρεψε για να του κάνει αντίο με το χρυσό σταυρό. Αντίο. Κι εκείνος, όπως συνέβη και με τον Τζατσίντο, σχημάτισε την εντύπωση πως εκείνη ήταν που πέθαινε. Έβγαιναν όλοι, έφευγαν. Η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, σαν να ήθελε να τον σκεπάσει με τις μαύρες φτερούγες της. «Θα γυρίσω σύντομα, εγώ, μόλις τους συνοδεύσω.

Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς 'ςτά βράχια, Ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω. Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια, Και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβύεμαι νύχτα μέρα. Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο, Και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζύ σου, Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!