United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή έμνεισκεν εκστατική βλέποντάς με πολλά ήρεμον, και κάποτε με έβγαζεν από το κλουβί και επετούσα με ελευθερίαν, μα από κοντά της δεν έφευγα έχοντας χαράν να την χαϊδεύω εγώ με τες φτερούγες μου, και με το πέτασμα που έκανα ολόγυρά της, και με κάποια γλυκά τζιμπήματα που της έκανα. Και με τούτον τον τρόπον αυτή με αγαπούσε τόσον, που μίαν ώραν δεν έστεκε χωρίς να με έχη κοντά της.

Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας, απάνω από το χάλασμα.

Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ' αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: κ' έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη του σκαλοπατιού Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κ' έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’την πόρτα πούβγαινε στην αυλή κ' ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ' εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’τη σκεπή. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο- Κύτταζε η Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού -αναγάλλισμα μιας άλλης ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας-, που περνούσε αποπάνω απ’ αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα σ' αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα το γλαυκόφεγγο το γλυκοϋπνιασμένο. . . Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως από κοντά της- Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι.

Το μοναχικό άστρο φώτιζε από ψηλά το αγκάλιασμά τους μ' ένα ζηλόφθονο φως. Δυο λευκοί άγγελοι, που σχίζανε το στερέωμα απ' Ανατολή σε Δύση, σταμάτησαν ξαφνισμένοι απάνω απ' τους αγαπημένους το γλήγορο πέταγμα και ζύγιασαν τα φτερά τους. Ο ένας άγγελος είπε στον άλλον: — Τι όμορφος κόσμος!... Και τίναξαν πάλι τις φτερούγες τους και τράβηξαν το δρόμο τους απ' Ανατολή σε Δύση.