United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάλεγε κανείς πως εφύτρωσαν εκεί, αντρειώθηκαν κιόλα κάτου από τον παχύν ίσκιο του πύργου, κι αγκάλιασαν μαγάπη τρανή και με στοργή περίσσια τα βαριά τα τειχιά του, για να κρύψουν πλιότερο το βαθύ μυστήριο που έκλειε στα σκοταδερά σωθικά του· να κάμουν πιο φριχτές και πεντασκότιδες τις παράξενες ιστορίες και ταερικά, τα ισκιώματα, που τον κάτεχαν.

Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς 'ςτά βράχια, Ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω. Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια, Και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβύεμαι νύχτα μέρα. Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο, Και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζύ σου, Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

Η χήρα όπου έστεκε και όπου επερπάτει, ενόμιζε πως έβλεπε τον ίσκιο του φιλτάτου, κι' εθόλωνε με δάκρυα το καστανό της μάτι, όσαις φοραίς εψέλλιζε τ' ωραίον όνομά του. Κι' εμέ — ω φρίκη! — μ' έτρωγε ο μαρασμός κι' η ζήλεια, από 'δικούς μου η Αζόφ αντήχει στεναγμούς, κατάραις εψιθύριζαν τα κίτρινά μου χείλια, και ήκουα τριγύρω μου εχίδνης συριγμούς.

Κοντεύει να μας πάρη ο Σεπτέμβρης κ' εγώ δεν έχω ούτε χίλιες οκάδες στο τεπόζιτο. — Μα κ' εγώ έχω κάτι χαραμήδες! είπεν ο Καλέμης· άλλη χρονιά δεν μου έτυχαν τέτοιοι. Φοβούνται από τον ίσκιο τους. Δέκαδώδεκα οργυιές δεν βουτούν παρακάτω. — Στις τριάντα βρίσκεται, καπετάνιε· είπεν ο μαρκουτσέρης εκείνη τη στιγμή, βλέποντας καλά το μανόμετρο.

Κ' έτσι, στη δημοκρατική αυτή χώρα, που και σκλαβωμένη την άφιναν οι Ρωμαίοι κ' έπαιζε με τα δημοκρατικά της απομεινάρια, στη γης αυτή που ανθοστόλιστα και καρπερά δέντρα μας έβγαλε αρίφνητα, θεόρατους όμως πλατάνους και λεύκες όχι, φυτεύτηκε τέλος πάντων το δέντρο που έμελλε να ρίξη τρίσβαθες ρίζες και χίλιους χρόνους ναπλώνη τον ίσκιο του και να προστατεύη το έθνος από μανιασμένα στοιχεία.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εκεί, με του Θεού την χάριν, όπου δεν φθάνετε ποτέ, εσύ κ' οι όμοιοί σου, Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είναι προδότης! Ο ΥΙΟΣ Ψεύδεσαι, βρωμο-αναμαλλιάρη! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εσύ, προδότου γέννημα! Ο ΥΙΟΣ Μ' εσκότωσε, μητέρα! Ω! φύγε συ! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Βοήθεια! Εν Αγγλία. Έμπροσθεν του βασιλικού ανακτόρου. ΜΑΛΚΟΛΜ Ω! έλα να καθίσωμεν παράμερατον ίσκιο, κι' ας ξεθυμάνη εις δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας.

Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο, Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος· Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας. Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι, Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο, Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη. Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει, Και μαζί του ημερών η γαλήνη· Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι, Το χειμώνα κοντά προμηνόντας,

Ήρθε το μεσημέρι κ' οι αργάτες έφτασαν, τα παιδιά, τα κορίτσια χαρούμενα, μουσκεμμένα στον ίδρωτα. Ξανάσαναν στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς, ένυψαν τα χέρια τους κι άρχισαν να τρώνε μ' όρεξη μαύρο ψωμί κι άσπρο τυρί με μεγάλες μπουκιές, με κόκκινα μάγουλα και μ' άσπρα δόντια, όλο υγία, θεριοσύνη.

Οι πεταλούδες οι πολύχρωμες θα σε θαρρούν μυρωμένο λουλούδι και θα γυρεύουν να πάρουν μέλι απ' τα χειλάκια σου, και καθώς θα πετούν τριγύρω σου, θ' αφίνουν το μικρό τους ίσκιο απάνω στ' άσπρο προσωπάκι σου. Νεράιδα θα σε παίρνη το δάσος ολόκερο και θα βυθίζεται σε σιγαλιά και σε ζήλεια.

Δος μου το τ' άσπρο χέρι σου μ' όλη τη βούλησή σου Στην ξαναμένη μου καρδιά να το σιμώσω, Χρύσω, Να νιόσεις τη λαχτάρα της, τους χτύπους της ν' ακούσης Αχ! ο μεγάλος μου ο καϊμός θα να μ' αποσβολώση, Θα γένω σαν τον ξέρακα τον αστραποκαμένο Και θα χαθώ στην έρημο χωρίς δροσούλα κ' ίσκιο, Χωρίς αντίρριμα χλωρό, χωρίς κλωνί ανθισμένο.