United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί π' ανθολογούσαν, σιγοτραγουδούσαν κιόλα. Στο ξεστόλισμα του επιταφίου, της κάθε μιας την ανθοδέσμη θα την άρπαζε κείνος που τη ρεγότανε' κιαν ήσαν δυο ή τρεις οι εραστές, μπορούσε να γίνη και μάχη. Ώστε, κοντά στο θρησκευτικό αίσθημα, ήτο και κάποιο άλλο αίσθημα, που κινούσε τους διαλογισμούς των κοριτσιών. Μια π' αυτές τις κοριτσίστικες συντροφιές πήρε και μένα στο γύρο των.

Αλλ' ο Τερερές, άνθρωπος φρόνιμος, περιωρίσθη εις άμυναν, η δε υποχώρησις του Μανώλη έδωκεν εις τους κτίστας καιρόν να παρέμβωσι. — Καλά, είπε τότε ο Μανώλης, άλλη βολά θα σου δείξω 'γώ πώς με λένε. — Όντε θες, μωρέ, απήντησεν ο Τερερές. Έπειτα δε είπε με χλεύην, σείων την κεφαλήν: — Γιάε, μωρέ, άντρας και φοβερίζει κιόλα! Άδικο να σου λάχη, βούιδαρε!

Ω φίλε, ποιο είναι το κρυφό, το ωραίο κρυφό που φέρνει καρδιά προς την καρδιά, και τη δική σου ολόβαθα σ' εμέ τη νιώθω γέρνει όσο ποτέ καμιά; Πως δε διψά κάθε ψυχή μια τέτοια αγάπη, αλήθεια δε λέει όποιος το πει· μη κιόλα είν' άλλο τι η ζωή παρότι ζη στα στήθια κι ό τι πεθαίνει εκεί;

Να ψάξης να βρης το γράμμα. — Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν τώφαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας τώδινα. Το αίμα τού είχε ανεβή στο κεφάλι. Έκαμε να φύγη. — Πού πας; Να ψάξης να μας βρης το γράμμα. Σαν τώχασες να πας να το βρης. — Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός. Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα. — Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

Όταν έφθασε κάτω στο ποτάμι, είδε με φρίκη στις πέτρες της ακροποταμιάς ένα σώμα ξεκλειδωμένο και κομματιασμένο, σχεδόν λυωμένο· κιόλα τα γύρω ματωμένα. — Ω Χριστέ μου! είπεν ο χωρικός κέτρεμε μπροστά στο φρικτό θέαμα. Και μ' ένα βλέμμα, που μετρούσε το ύψος, είδε το τσεμπέρι της πεθαμένης νανεμίζεται κρεμασμένο στα μέσα του γκρεμού.

Είμουνα σε τόσο βαθμό απροετοίμαστος νακούσω εκείνα που είπε, ώστε μου φάνηκε σα να διηγήθηκε ένα ανησυχαστικό όνειρο, που δεν μπορούσα να το μεταμορφώσω σε πραγματικότητα. Μα αιστανόμουνα κιόλα πως ενώ μου έδινε τον μεγαλήτερον πόνο, μου ξεσκέπαζε και τη μεγαλήτερη αγάπη, κ' ήθελα ναπλώσω προς αυτή τα χέρια για να μη μου αρπαχτή την ίδια στιγμή που έγινε ολότελα δική μου.

Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.

Ο παπάς, μια φορά, δυο φορές, άρχιζε να τα χρειάζεται ο άμοιρος· να γίνεται σαν το κερί, να λυώνη. Έπαψε κιόλα να παγαίνη καταμόναχος στο κοιμητήρι. Ημέρα νύχτα εκατακλειώταν σπίτι του κ' εδιάβαζε τάγια του, κ' εδιάβαζε τα ιερά του.

Σήμερα εμπήκα εις το δωμάτιόν της, με προϋπάντησε, και της εφίλησα το χέρι με χίλιες χαρές. Ένα καναρίνι επέταξεν από τον καθρέπτην εις τον ώμον της. Νέος φίλος! είπε, και το εμάβλισε στο χέρι της· είναι προωρισμένο για τα μικρά του. Είναι πάρα πολύ αγαπητόν! Ιδέτε το! Όταν του δίδω ψωμί, κτυπά τα πτερά του, και τσιμπά τόσο νόστιμα. Με φιλεί κιόλα. Ιδέτε!

Έσβησα το φως κοντά στο κρεβάτι της κ' έφυγα σιγά από την κάμαρα. Η καρδιά μου είτανε γεμάτη ευγνωμοσύνη για όλα όσα είπε. Είτανε σα να μου έδωσε ένα θησαυρό να τον φυλάξω στην ανάμνηση. Την ίδια στιγμή που συλλογίστηκα αυτό, είδα καθαρά πως άρχισα κιόλα να τη γυρεύω στην ανάμνηση. «Θα τη χάσω», συλλογίστηκα.