United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τακολουθούν τα κύματα... Η νεκροσυνοδεία Σένα καράβι σταματά... Του μάρτυρα τα πόδια Χτυπούν τη πρύμμη μια φορά... χτυπούν πάλαι την πλώρη Ετρύξανε η ξυλοδεσαίς ... Ξυπνούν ... τον ανεβάζουν Εμπρός του γονατίζουνε... Ο πρωτοσύγκελλός του Τόνε γνωρίζει... του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια... Σηκόνουνε το σίδερο... Με τα πανιά απλωμένα Σχίζει την άβυσσο ο νεκρόςτο ξυλοκρέββατό του...

Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή : — Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ'!... — Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! ... φώναξε άξαφνα ο γαμπρός. Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο.

Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. το σώμα του όλο επρήσκονταντο στόμα, εις τα ρουθούνια 455 ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. και ως πήρε ανάσα, και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε•το ρεύμα 460 τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθητα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμιτον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Ωσάν του Πίνδου τα βουνά. Γνωρίζω τον Κωλέττη. Το δεξί χέρι 'πρότεινε, Τον Οδυσσέα αρπάζει. Τον σφίγγει μεςτην αγκαλιά, Και τον φιλείτο στόμα, Και λέγει: «Οδυσσέα μου! . . . » Μ' εχθρεύεσαι ακόμα; . . . » Ακόμα δε μ' εσχώρεσες; . . .» Κι' ο Οδυσσεύς φωνάζει

Τό νύχι αιμάτωνε μεςτο στουρνάρι Έχωσε τάρματα και το ψωμίτο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί. Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει Δεν εξανάσαινε μην προδοθή, Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, Τρέμειτον πόλεμο μη δε βρεθή. Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. Σέρνειτα δόντια του το γιαταγάνι Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Όλην την ώρα το πρόσωπό της είναι σοβαρό, μα κ' ευτυχισμένο και φωτεινό και πρι να σηκωθή, φιλεί το χώμα κάτω από τα πόδια της κ' έπειτα στέκει και ρίχνει μια ματιά στο μνήμα. Ολάκερο δάσος από φυτά ανθεί σε γλάστρες γύρω στο μνήμα και νωπά λουλούδια είναι απάνω στο ύψωμα.

Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη. Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος.

Έπειτα γονατίζει κάτω από τάφυλλα κλαδιά της φλαμουριάς και φιλεί την πέτρα, όπου είναι γραμμένο τόνομα του αγαπημένου της. Ήσυχα κ' επίσημα, σα να έκανε κάποια ιερουργία μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, περνά το κορδόνι στο λαιμό, ανοίγει το φόρεμά της και βάζει κοντά στο στήθος της το ιερό χώμα.

Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.

Όταν ιδής μιας γυναικός την μαύρην προσωπίδα και της φιλεί το μέτωπον, μ' εκείνην την μαυρίλαν φαντάζεσαι πως κρύπτονται λευκά κι’ αφράτα κάλλη Εκείνος οπού τυφλωθή, δεν λησμονεί ποτέ του τι θησαυρόν πολύτιμον 'στερήθηκε το φως του!