United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Α! Περινίς, ήσουν ο σπητικός μου κι' ο πιστός μου κι' ο πατέρας μου σε είχε προορίσει, από παιδάκι ακόμη, να με υπηρετής. Αλλά ο Τριστάνος ο μάγος σε κατάφερε με τα ψέμματα και τα δώρα του. Και συ, με πρόδωσες. Φύγε από δω!» Ο Περινίς γονατίζει στα πόδια της. «Κυρία, σκληρά λόγια ακούω. Ποτέ δε δοκίμασα τέτοια λύπη στη ζωή μου. Μα λίγο με μέλει για τον εαυτόμου.

Έπειτα γονατίζει κάτω από τάφυλλα κλαδιά της φλαμουριάς και φιλεί την πέτρα, όπου είναι γραμμένο τόνομα του αγαπημένου της. Ήσυχα κ' επίσημα, σα να έκανε κάποια ιερουργία μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, περνά το κορδόνι στο λαιμό, ανοίγει το φόρεμά της και βάζει κοντά στο στήθος της το ιερό χώμα.

Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.

Έβλεπε τον Έφις ν’ ανοίγει το καλύβι, να στρέφει και να τον καλεί με μια πονηρή χειρονομία, έπειτα να επιστρέφει κουβαλώντας κάτι κρυμμένο πίσω από την πλάτη και να γονατίζει κλείνοντάς του το μάτι. Ονειρευόταν;

Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω τον διπλανό μου εκεί που εδέναμε τον παπαφίγγο. — Η τρόμπα μωρέ· δε βλέπεις; Ο σίφουνας! Ο σίφουνας! έφριξα ολόκορμος. Ακουστά είχα τα θαύματά του· πως σαρώνει ό,τι τύχη στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τόρα όμως πρώτη φορά τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας· ήσαν τρειςτέσσερες.

Πριν σ' εύρωτη Δαμάστα, Σ' απάντησατα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.

Και ο Τριστάνος γονατίζει και ταπεινώνεται στα πόδια του. «Έλεος για τη Βασίλισσα. Γιατί αν στο παλάτι σου βρίσκεται κανείς που νάχη την τόλμη να υποστηρίξη το ψέμμα ότι την αγάπησα ποτέ μένοχο έρωτα θα μεύρη μπροστά του ολόρθο, σε κλειστό χώρο. Μεγαλειότατε, χάρι γι' αυτήν, για τόνομα του Μεγάλου Θεού». Αλλά οι τρεις βαρώνοι τον δένουν με σκοινιά, αυτόν και τη Βασίλισσα.

Εισέρχεται ένας ΒΑΣΙΛΕΑΣ και μία ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ερωτικώς αγκαλιάζονται· αυτή γονατίζει και με τα σχήματα του φανερόνει την αγάπην της· εκείνος την σηκόνει και γέρνει την κεφαλήν εις τον λαιμόν της· πλαγιάζει επάνω εις ένα ανθοστόλιστο κάθισμα· αυτή, άμα τον είδε αποκοιμημένον, τον αφίνει.

Κρατών διά της αριστεράς του λύχνον, ανεσήκωνε διά της δεξιάς την μεταξύ των καρφίων πλευράν του υφάσματος βλέπων το υπό το κέντημα. Αίφνης γονατίζει επί της κλίνης, πλησιάζει τον λύχνον εις τον τοίχον και κύπτει την κεφαλήν διά να ίδη καλλίτερα. Έπειτα, χωρίς να προφέρη λέξιν, προσπαθεί διά των δακτύλων ν' αποσπάση του τοίχου το επί της κάτω γωνίας καρφίον. — Τι κάμνεις εκεί; ηρώτησα πλησιάζων.

Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος εις τον Τ ε κ έ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ' αυτούς και αναστενάζει, ως που αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήταν μόνον τούτο δεν πειράζει.