United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά, γέρω Μαρούπα, για το χατήρι σου, μα σα γίνεται γάμος, θέλω ν' ακούσω τραούδι. Ο Μαρούπας είπε στης γυναίκες να τραγουδήσουνε, εκάθισε κοντά τους τον ανήσυχο Στέφανο και σε λίγο, στη σιωπή της νυχτιάς αντήχησε ένα οξύ και μακρότατο μονόφωνο. «Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο λεμόνι. «Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός κ' η συντροφιά μας όλη. «Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο κεράσι.

Η υπηρέτρια εδιάλεξε τον καλλίτερο νέο από τ' Αβδού, πούτον χωριό της· κιο Αγάς τον έστειλε παραγγελία να πάρη την υπηρέτρια του· τον έστειλε μαζή κένα φυσέκι, που σήμαινε «αν αρνηθής, θα σκοτωθής». Ο νέος, εννοείται, δέχτηκε κιο γάμος έγινε. Κουμπάρος ο Μόχογλους με αντιπρόσωπο. Μετά μια δυο μέρες πήγε η νύφη να χαιρετήση τον Αγά. Κιο Μόχογλους της είπε: — Αρέσει σου, μωρή, ο γαμπρός;

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο Θεός τα με φυλάξη από τέτοιο πράγμα! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τ' αποφάσισα ωρισμένως. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Εγώ όμως δε θα το δεχθώ ποτέ. Οι συγγένειες με ανωτέρους μας έχουν πάντοτε κακά αποτελέσματα. Δεν επιθυμώ εγώ, ο γαμπρός μου να εξευτελίζη στην κόρη μου τους γονείς της και τα παιδιά της να ντρέπωνται να με λένε γιαγιά τους.

Η πεθερά του Μιλέζου, καθισμένη στην ψηλή της καρέκλα σαν πρωτόγονη βασίλισσα, δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, φλυαρώντας με την κόρη της που είχε πυρετό και με τις χλωμές υπηρέτριες που κάθονταν καταγής ακουμπώντας στον τοίχο. «Ο γαμπρός μου βγήκε πριν λίγο.

Μπορεί να σας στείλει στα άλλα κτήματά του, επειδή εμένα μου αρέσει εδώ. Εδώ είναι καλό μέρος∙ το λέει και η Γκριζέντα.» «Τι κάνει η Γκριζέντα;» «Ράβει το νυφικό της.» «Πες μου, Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο ήρθε στο χωριό;» «Ο γαμπρός μου», είπε το αγόρι με περηφάνια, «ήρθε, ναι, τον περασμένο Ιούλιο. Η Γκριζέντα ήταν συνέχεια άρρωστη, παραλίγο να τη βρει νεκρή. Ναι, ήρθε…»

Θέλω να πω, Αντωνέλλο, πως για την αδερφή σου είνε γαμπρός και . . . καλός, μου φαίνετ' εμένα, είπεν ο καπετάν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τας λέξεις. Να καλοϋπανδρεύση την αδελφήν του ο Αντωνέλλος δεν ήθελ' ευτυχίαν μεγαλειτέραν ήτο το προσφιλέστερόν του όνειρον τούτο δε επί πλέον, θα έλυε και τα ιδικά του δεσμά . . .

Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του!

Έχασα τον άνδρα μου, έχασα το παιδί μου, αχ! το καλό μου παιδάκι, θα ήταν σήμερα γαμπρός φοβερός. Εχάσαμε το βιο μας. Δεν θα φωτίση ο Θεός κανένα καλόνε άνθρωπο, να πανδρεύσω το μεγάλο το κορίτσι μου; Μεγάλο καϋμό το έχω, γέροντά μου. Μου έρχεται 'σάν ντροπή. Τουλάχιστον το μεγάλο μου κορίτσι! Και ελησμονείτο η γραία χάσκουσα εις την έκθαμβον λάμψιν των μεγάλων του γέροντος οφθαλμών.

Μα κι ο Γότθος γαμπρός του βασιλέα Θεοδάτου, που κατέβηκε με στρατό να τονέ χτυπήση, παραδόθηκε και κείνος. Και τόσο λαφιασμένοι είταν οι Γότθοι, που κι ο ίδιος ο βασιλέας τους άρχιζε και κρυφομηνούσε του Ιουστινιανού πως είναι έτοιμος να παραδοθή, σώνει να παίρνη χρονιάτικο. Χτύπησε τότες ο Βελισάριος τη Νεάπολη, Γότθους γεμάτη, και σε είκοσι μέρες μέσα έπεσε κ' η Νεάπολη.

Στη θέση τους γρήγορα, τόσο γρήγορα!.... Ο γαμπρός την σέρνει βιαστικά, το χωριατόπουλο τεντόνει το χέρι του με το τενεκεδένιο κουτί των στεφανιών η γριά μάνα κολλιέται στο λαιμό της αγαπημένης κόρης, της και κλαίει, κλαίει. Πόσο γρήγορα, πόσο αρπαχτικά της την παίρνουν. — Στις θέσεις σας, κύριοι!.... Κ' η φωνή του γέρου σταθμάρχη της σκίζει τα στήθη.