United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κουμπάρος; — Ένας βοσκός. Τόσοι βοσκοί 'νε στον Ομαλό. Κύστερα σα θες κατεβαίνουμε στο χωριό που θάνε κέτοιμο το σπίτι. Μα 'γώ, άνε μ' ερωτάς, έχω καλλίτερα να κάτσωμε παντοτεινά στα όρη και το χειμώνα να κατεβαίνωμε με τα ωζά μας στη γιαλιά να ξαχειμωνιάζωμε. Εσένα δε σ' αρέσει αυτή η ζωή; — Ό,τι σαρέσει 'σένα μ' αρέσει και μένα. — Τότε έλα να φύγωμε. Η Πηγή εσκέπτετο.

Βγήκε η άδεια για το γάμο με κάποια συρταφέρτα όμως για το λίγον καιρό πούχε περάσει απ’ τη θανή της Βεργινίας: τα φρόντισε όλα, με το μέσο ενός διάκου που γνώριζε στη Μητρόπολη, ο Περικλής ο χοντρέλης, που τάχε χαλασμένα τώρα κι αυτός με το Μίμη κ' ήθελε και καλά και σώνει να γίνη αυτός κουμπάρος.

Τo δισκάκι με την κούκλα το κρατούσε ο Περικλής ο κουμπάρος, μπροστά, και πίσω έρχονταν ο Νίκος με τη Λιόλια, η θεια Ελέγκω, η Κερά Γιώργαινα, ο Ντίνος κι άλλοι δυο φίλοι κ' ένα-δυο γειτόνισσες που δεν μπορούν ποτέ να λείψουνε σαν και το Μάρτη απ 'τη σαρακοστή· μα έλειπαν οι γλωσσοφαγάνες αυτήν τη φορά. Αν δεν έβλεπες το σταυρό και τον Παππά, δε θάλεγες πως ήτονε λείψανο.

Την ώραν του μεταμεσονυκτίου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος μετά των στενωτέρων εκ των καλεσμένων ηυφραίνοντο, ο γαμβρός ενθυμήθη να ερωτήση την νεόνυμφον·Πού της έχεις της χίλιες; Απάνω σου; Η Αφέντρα έκαμε αδιόρατον νεύμα. — Και δεν μου λες, είπεν ο Γρηγόρης, γιατί δε σου έβαλε η μάννα σου την κολλαΐνα με της λίρες, που μούλεγες πως έλεγε να σου βάλη;

Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρωμερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκεται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ' εδώ να ξαναϊστορηθή δεν αξίζει. Σώνει να ξέρης πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή.

Νέος Σωκράτης. Ναι, άλλα θα είχαν δίκαιον; Ξένος. Ίσως. Και αυτό μεν θα το εξετάσωμεν. Τούτο όμως γνωρίζομεν τουλάχιστον, ότι με τον βουκόλον κανείς δεν θα διαφιλονικήση κανέν τοιούτον, αλλά μόνος του είναι ο βουφορβός της αγέλης του, μόνος του ιατρός, μόνος κουμπάρος, και μόνος του επιστήμων μαιευτήρ διά τους συμβαίνοντας τοκετούς και τας λοχείας.

Η υπηρέτρια εδιάλεξε τον καλλίτερο νέο από τ' Αβδού, πούτον χωριό της· κιο Αγάς τον έστειλε παραγγελία να πάρη την υπηρέτρια του· τον έστειλε μαζή κένα φυσέκι, που σήμαινε «αν αρνηθής, θα σκοτωθής». Ο νέος, εννοείται, δέχτηκε κιο γάμος έγινε. Κουμπάρος ο Μόχογλους με αντιπρόσωπο. Μετά μια δυο μέρες πήγε η νύφη να χαιρετήση τον Αγά. Κιο Μόχογλους της είπε: — Αρέσει σου, μωρή, ο γαμπρός;

Είδα να κόψη Χάρος του Λάβαν τας γυναίκας, κι' επήγα ως κουμπάρος 'στούς γάμους της Ρεβέκκας. Προσέκλινα το γόνυ 'στήν πτήσιν του Ικάρου, κι' είδα και το σαγόνι εκείνον του γαϊδάρου, Που ο Σαμψών φουκτόνων 'στάς σιδηράς του χείρας διέσπειρε τον φόνον εις Φιλισταίων σπείρας. Επάχυνα με βρώσιν της κόπρου του Αυγείου, κι' είδα την πρώτην πτώσιν του πρώτου Υπουργείου

Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι, με τα βιολιά και τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου, έφαγαν νέον δείπνον.

Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα . . . «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν, . . . όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.