United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω παρήλθον και αι νέαι αύται βραδύτητες, και το πλοιάριον ανεπέτασσε τα ιστία διά τον πλουν. Αλλά και τώρα ο Ιησούς παρηκολουθείτο υπό οπαδών, διότι ως διηγείται ο Μάρκος και άλλα πλοία έπλεον μετ' Αυτού. Αλλά ταύτα κατά πάσαν πιθανότητα εσκορπίσθησαν, ή επόδισαν πτοηθέντα από τα σημεία της συναγομένης τρικυμίας.

«Οι Σάμιοι»· — και εσκορπίσθησαν Των απίστων αι φάλαγγες. — Α, τι, ω δειλοί, δεν μένετε, Να ιδήτε, αν το σπαθί μας Κοπτρόν ήνε; Έρχονται, πάλιν έρχονται Χαράς ημέραι, ω Σάμος· Το προμηνύουν οι θρίαμβοι Πολλοί και θαυμαστοί, Που σε δοξάζουν. Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει· Ότε η δουλεία σε αμαύρονε, Σ' είδον· άμποτε νάλθω Να φιλήσω το ελεύθερον Ιερόν σου χώμα.

Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι, με τα βιολιά και τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου, έφαγαν νέον δείπνον.

Εκεί έφαγαν αι μικραί το δειλινό των με μεγάλην ευθυμίαν· εκεί εις τον εξώστην εσχίσθη και το αλφαβητάριον, πριν κατεβούν να παίξουν εις τον κήπον. Η γιαγιά το έσχισε και τα τεμάχιά του εσκορπίσθησαν εις τον αέρα· όλα τότε εκείνα τα παιδικά κεφαλάκια υψώθησαν και με το βλέμμα τα ηκολούθησαν, καθώς επετούσαν εις το φύσημα του άνεμου, ως λευκά περιστεράκια.

Μας λέγουν επίσης πως άμα τη αφίξει του εις την χώραν, όλα τα είδωλα της γης Αιγύπτου ανετράπησαν εκ των βάθρων των με εξαφνικόν πάταγον και εσκορπίσθησαν εις το έδαφος και κατέκειντο με θρυμματισμένας τας μορφάς, και πως πλείσται όσαι θαυμασταί θεραπείαι λέπρας και δαιμονικής καταλήψεως συνετελέσθησαν με μίαν μόνην λέξιν του.

Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής.