United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Επίστευσεν ίσως ότι έπραττε φιλανθρωπίας έργον, απαλλάττων το αθώον εκείνο πλάσμα μακράς και φρικώδους βασάνου. Ακολούθως κρυβείς εν Ρόδω ο φιλόσοφος ήκουσε την περί της διασώσεως αυτής φήμην. Τότε κατενύγη την καρδίαν, και δελεάσας διά χρημάτων τους φρουρούς εισήλθε διά νυκτός εις το νοσοκομείον, όπου ευρίσκετο η μικρά, ελπίζων να πείση την νοσοκόμον όπως τω αποδώση αυτήν.

Είχεν ήδη παρέλθει το πλείστον της φοβεράς νυκτός, ότε, Θεέ μου! — ήτο πραγματικόν ό,τι έβλεπα! — ότε το πτώμα εκ νέου ανεκινήθη, την φοράν δε ταύτην μετά πλειοτέρας ζωηρότητος, καίτοι αναλαμβάνον από βεβαιοτέρου και φρικωδεστέρου θανάτου. Αφ' ικανής ήδη ώρας εκοιτόμην ακίνητος επί του σοφά, καταβιβρωσκόμενος υπό των σφοδροτέρων συγκινήσεων, η ελαχίστη των οποίων ήτο υπέρτατος τρόμος.

Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον. Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή, μονόφυλλος θύρα, εφώτιζεν αυτόν.

Αι, πόσους πνέοντας έρωτα Θαλάμους, τώρα η φλόγα Βαρβάρως κατατρώγει· Μισητόν ολοκαύτωμα Ενός τυράννου. Στεναζούσης νυκτός Και του βαθέος άδου Τρομεραί θυγατέρες, Εσάς φωνάζω, εσάς Τας Εριννύας. Τι ακαίρως τα Βασίλεια Σκοτεινά κατοικείτε Του ύπνου; ν' αποσπάσετε Τα δεσμά των ονείρων Τι αργοπορείτε;

Ο ποιμήν βεβαρημένος υπό του καμάτου της ημέρας, εργώδους και οδυνηρού ποιμενικού καμάτου ανά τους απατήτους των βουνών δρόμους υπό τον κρυερόν του χειμώνος καιρόν, κατεκλίθη πάλιν, εγγύτερον τώρα προς την ανθρακιάν, διότι το ψύχος ολονέν εγίνετο δριμύτερον, προχωρούσης της νυκτός.

Την νύκτα διώρισε και ετουφέκιζον κατά σύνθημα τριγύρω εις Πετροχώριον, άναψαν πολλάς πυράς, έκαμαν θορύβους και φανούς καθ' όλην την διάρκειαν της νυκτός, ώστε μόλις άρχισε να φαίνεται το φως της ημέρας, και οι εχθροί λαβόντες βιαίως εκ των πραγμάτων των όσα ήσαν ευμετακόμιστα, έφευγον αφήσαντες όλας τας σκηνάς και τας βαρυτέρας αποσκευάς· από δε τους Έλληνας άλλοι ερρίφθησαν εις τα εν Πετροχωρίω λάφυρα και άλλοι κατεδίωκον ακολουθούντες εξ οπίσω τους εχθρούς.

Έστησαν δε και οι Πελοποννήσιοι τρόπαιον ως τρέψαντες εις φυγήν τα πλοία, τα οποία συνέτριψαν πλησίον της ξηράς· και το πλοίον το οποίον είχαν κυριεύσει το ανέθεσαν επί του Ρίου του Αχαϊκού παρά το τρόπαιον. Μετά ταύτα, φοβούμενοι την εξ Αθηνών βοήθειαν, εισέπλευσαν διά νυκτός εις τον Κρισαίον κόλπον και την Κόρινθον πάντες πλην των Λευκαδίων.

Τέλος οι Έλληνες, ενθαρρυνθέντες από τα συμβάντα της νυκτός, επεχείρησαν έξοδον γενναίαν και έτρεψαν εις φυγήν τους βαρβάρους. Ενώ δε εκείνοι έφευγαν μετά τρόμου, εξήρχοντο εις καταδίωξίν των και αι γυναίκες και τα παιδία και επροχώρουν μέχρι του στρατοπέδου των.

Έκαμα να σηκωθή μία φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου. Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα.