United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος έφθασεν εις του Πουλιού τη Βρύσι, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μία πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά να μη γλυστρήση και πέση.

Ετοιμάσαντες δε τα πάντα, έπλεον εις την Ελλάδα, και πλησιάζοντες εις τα παραθαλάσσια παρετήρουν και εσημείωνον αυτά, μέχρις ου ιδόντες τα περισσότερα και ονομαστότερα, έφθασαν εις τον Τάραντα της Ιταλίας. Εκεί, διά πονηρίας του Δημοκήδους, ο βασιλεύς των Ταραντίνων Αριστοφιλίδης αφήρεσε τα πηδάλια των Μηδικών πλοίων και εφυλάκισε τους Πέρσας ως κατασκόπους δήθεν.

Ούτω παρήλθον και αι νέαι αύται βραδύτητες, και το πλοιάριον ανεπέτασσε τα ιστία διά τον πλουν. Αλλά και τώρα ο Ιησούς παρηκολουθείτο υπό οπαδών, διότι ως διηγείται ο Μάρκος και άλλα πλοία έπλεον μετ' Αυτού. Αλλά ταύτα κατά πάσαν πιθανότητα εσκορπίσθησαν, ή επόδισαν πτοηθέντα από τα σημεία της συναγομένης τρικυμίας.

Τα είδαν έπειτα ακόμη, όταν έπλεον ως βαρκούλες σκορπισμένες επάνω εις την θάλασσαν· αλλ' έξαφνα ένα μεγάλο κύμα τα εσύναξεν όλα μαζί και διά μιας έγιναν άφαντα μέσα εις το νερό, εις το οποίον, καθώς ο ήλιος έδυεν, έστελλεν όλην την λάμψιν του. — Η καλή Νεράιδα τα επήρεν, είπεν η Ανθούλα. Ας ημπορούσε να πάρη μαζί της εκεί κάτω όλα τα βιβλία.

Εκείνοι δε έφθασαν αργότερα, και έπλεον ψάλλοντες τον παιάνα, ως αν είχον ήδη νικήσει, και την μίαν ναυν των Αθηναίων, την μείνασαν οπίσω, κατεδίωκε μία ναυς Λευκαδία πολύ των άλλων προηγουμένη.

Προς τι; Ήτο προφανές του λοιπού ότι έπλεον «εις τα πέρα βουνά». Ο Μαθιός εκάθισε δειλώς όχι πολύ πλησίον αυτής, από την άλλην πλευράν της πρύμνης, και έβλεπε την θάλασσαν, διά να μη κυττάζη παραπολύ την συνταξειδιώτιν του, και την φέρη εις αμηχανίαν.

Μετ' ολίγον είδαμεν και ανθρώπους οι οποίοι μετεχειρίζοντο νέον τρόπον ναυτιλίας• διότι οι ίδιοι ήσαν και ναύται και πλοία. Εταξείδευον δε ως εξής• απλωμένοι ύπτιοι εις την θάλασσαν ώρθωναν τα αιδοία τωντα έχουν δε μεγάλαπροσδένοντες δε εις αυτά καραβόπανον και κρατούντες τα άκρα αυτού έπλεον ωθούμενοι υπό του ανέμου ως πλοία.

Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι δύο εύμορφοι σκούναι του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ώ, φορτωμέναι, εκ της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον, συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ' εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις την άβυσσον του σκληρού πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον.

Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης, των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ήχους, ψιθύρους και φωνάς.

Έπειτα, ενώ οι Συρακούσιοι εισελθόντες εις τα πλοία έσυρον αυτά διά σχοινιών και έπλεον κοντά εις την παραλίαν, διά να φθάσουν εις την Μεσσήνην, προσεβλήθησαν πάλιν υπό των Αθηναίων· αλλ' ο στόλος των Συρακουσίων απομακρυνθείς της παραλίας και ορμήσας κατ' αυτών εκυρίευσε και άλλο πλοίον.