United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα είναι σιωπηλά γύρω μου και νομίζω πως τον βλέπω, όπως τις τελευταίες μέρες που είταν ορθός ακόμα, να περπατά στους δρόμους του κήπου κρατώντας με το μικρό, τρυφερό του χέρι το δικό μου και να μιλή αδιάκοπα, ενώ με κοίταζε με τα στοχαστικά παιδικά μάτια του. Και καθώς βυθίζουμαι στην ανάμνηση αυτή, η απελπισία πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου είναι όσο δε λέγεται πικρή.

Αλήθεια, αν παραστέκονταν του Δία η κόρη, η αγία Δίκη, στα έργα του και τις βουλές του, ίσως να γένουνταν κι αυτό° μα ούτε σα βγήκε απ’ τα σκοτάδια της μητρός του, ούτε στα χρόνια τα παιδικά του, ούτε στην πρώτη ακόμη νιότη, κι ουδέ σαν άδρυναν οι τρίχες του γενειού του, η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξη, κι ουδέ λοιπόν στο ρήμαγμα της πατρικής του της γης, θαρρώ, πως δίπλα του να στέκη τώρα.

Ήταν οι πυγολαμπίδες, κι εκείνη όμως πίστευε στα αερικά, στην υπερφυσική ζωή των νυχτερινών πλασμάτων και θυμόταν τα παιδικά της χρόνια, όταν ήταν φτωχή και πήγαινε να ζητιανέψει και να μαζέψει ξερόκλαδα κάτω από τα ερείπια του κάστρου, ενώ την κυνηγούσαν σαν λυσσασμένα σκυλιά η πείνα και ο πυρετός της μαλάριας.

Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.

Κ' εγώ που ξέρω μόνο να φροντίζω από τα χρόνια μου τα παιδικά τον ιερό ναό να καθαρίζω με τα κλαδιά της δάφνης ταχτικά και με στεφάνια το έδαφος και δροσερά νερά, θα πιάσω με το τόξο και τα πουλιά να διώξω, που είνε σταναθήματα τα θεία βλαβερά. Εγώ ποτέ δεν γνώρισα πατέρα και μητέρα, γι' αυτό στου Φοίβου τους ναούς υπηρετώ εδώ πέρα όπου με τρέφουνε καιρό.

Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του.

Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.

Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν: — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου. Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη: — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .

Για δες ο δρόμος πώς στρώθηκε στα πλάγια του με πράσινη χλωρασιά, με κόκκινες παπαρούνες και με άσπρες μεταξένιες ανεμώνες. Για δες οι μυγδαλιές βαρειά ανθισμένες, άσπρες τριανταφυλλένιες, πώς περιμένουν το καμαρωτό σου τ' ανάστημα να τινάξουν απάνω του τα άνθια τους και πέρα οι αγράμπελες να στεφανώσουν τα παιδικά σου στήθη, τη φαρδειά σου μαύρη ζώνη με το χρυσό της κρίκο.

Και με πόσην χαράν, με τι λαχτάρα επιστρέφει ένας εις τα παιδικά εκείνα ενθυμήματα, οπού θαρρείς ότι χύνουν νέαν ζωήν εις τας φλέβας σου, με ποίον άγιον πόθον αναδιφεί νοερώς τας σελίδας του αφθάρτου βιβλίου, οπού λέγεται μνήμη . . . Ο γέρω Αντωνέλλος είνε μία από τας αναμνήσεις αυτάς τας πλέον γλυκείας, τας πλέον παρηγόρους.