United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τέλος φανερώθηκε η ορθόδοξη τάση του, και πρώτος που τη φανέρωσε είταν ο Αθανάσιος, σαν ξαναπρόβαλε από τα σκοτάδια πούμνησκε κρυμμένος από τον καιρό του Ιουλιανού, και ξαναθρονιάστηκε στην αγαπημένη του Μητρόπολη. Έμεινε πια τότες απείραχτος ο εβδομηκοντάρης ο Ιεράρχης ως τα 373.

Μέρες εννιά σωρούς σωρούς τα ξύλα κουβαλούσαν· μα πια σα βγήκε η δέκατη θνητοφωτίστρα αβγούλα, 785 βγάζουν τον άτρομο Έχτορα με θρήνους, και στων ξύλων παν και τον θέτουν την κορφή, κι' απέ φωτιά τους βάζουν. Και να! προβάλλει η χαραβγή απ' τα σκοτάδια πάλε, και τότες γύρω στη φωτιά συνάζουνται όλοι οι Τρώες.

Ο ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του από ένα δέντρο, που το είχε δεμένο, κι' ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς να θέλη. Όλοι οι Μικροχωρίτες έρριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να είταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάη τη νύχτα έξω με τα σκυλλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνη την ημέρα στην εκκλησιά και ν' ανταμόνεται με τους ανθρώπους.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Πετιέσαι τότες όξω στην κρεββάτα σου ή στο παραθύρι κι' ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημανταριού, ποιοι μακρυνοί και ποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν' ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον οπού πηγαίνουν ν' ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.

Τι να πω κ' εγώ;... Θα πιούμε άλλο; Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του. — Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.

Κι' ο Πάτροκλος φωνάζει ομπρός! στον αμαξά στα ζώα, και τρέχει πίσω απ' τους οχτρούς ... ω τι βαρύ το λάθος, 685 γιατί αν ο έρμος τ' αρχηγού τα λόγια δεν ξεχνούσε, θάχε σωθεί απ' το θάνατο κι' απ' τα σκοτάδια τ' Άδη. Μα πάντα να! νικάει ο νους του Δία, κι' όχι αθρώπων, 688 που έτσι και τότες την καρδιά του φτέρωσε στα στήθια. 691

Όταν έμεινε μόνος ξάπλωσε στην ψάθα, αλλά, παρά τη μεγάλη του κούραση, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε την εντύπωση ότι οι τυφλοί είχαν ξαπλώσει εκεί δίπλα του και ότι τριγύρω και έξω, μέσα στα σκοτάδια, απλωνόταν ένα άγνωστο χωριό.

Αλλέως δεν θα μ' ετσιμπούσαν, δεν θα μ' ετρόμαζαν μ' ίσκιους, δεν θα μ' έμπηχναν στο βούρκο, δεν θα έκαιαν ωσάν δαυλιά στα σκοτάδια, να με παραστρατήσουν, ανίσως εκείνος δεν τους επρόσταζε.

Και τα νερά ανατριχιάζουν ολόγυρά της και έπειτα γίνονται καθρέφτες και την καθρεφτίζουν. Και οι νυμφαίες γέρνουν και φιλούν τα ξανθά της τα μαλλιά. Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να σπάση τον καθρέφτη των νερών και χωρίς να σκοτώση μια νυμφαία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, απλώνεται η Πεντάμορφη στα κάτασπρα σεντόνια.