United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.

Ξάναβε λες και μάζευε όσο αίμα της είχε απομείνει στις φλέβες της, τα στερνά της χρώματα όλα στα μάγουλά της και τα μάτια της γυάλιζαν υγρά και γινόταν πάλι όμορφη, σχεδόν όπως ήτον όταν τη στεφανώθηκεν, εδώ κι οχτώ μήνες. Στο σπιτάκι, πούχανε νοικιασμένα, είχανε μια μεγάλη κάμαρη στο ισόγειο και την κουζίνα στο υπόγειο. Είχανε δική τους αυλή με το πλυσταρειό κι όλα τα χρειαζούμενα.

Πούλιες, τιρτίρια, χρυσογάιτανα έσμιγαν εκεί με κάθε λογής πετράδι. Τα πετράδια εθάμπωναν, τα χρυσάφια γυάλιζαν μα της κεντήστρας η τέχνη έκανε το μεγαλήτερο θαύμα. Κάθε σταυροβελονιά και γινόταν σχήμα και το σχήμα έδειχνε ό,τι δεν ήταν. Κάστρα δεν ήταν και κάστρα φαίνονταν· πολεμιστές δεν ήταν και πολέμους άνοιγαν· σαλπιστές δεν ήταν και σάλπιγγες ηχολογούσαν.

Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη από το στόμα τους. Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής σταμάτησε αναποφάσιστος.

Εκείνη έγνεθε επίσης, ήταν μικροκαμωμένη και φορούσε κεντητές παντόφλες, χωρίς κάλτσες. Το μικρό της πρόσωπο ήταν πανιασμένο και τα μάτια της, μάτια αρπαχτικού, χρύσιζαν και γυάλιζαν στη σκιά της μαντίλας που φορούσε στο κεφάλι. «Έφις, καρδούλα μου, πώς είσαι; Και οι κυράδες σου πώς είναι; Πώς και με θυμήθηκες;. Κάτσε, κάτσε, ξεκουράσου

Τα πρόσωπα των αδελφάδων, σκυμμένα επάνω στο χαρτί, γυάλιζαν από τον ιδρώτα της αγωνίας, αλλά η Νοέμι σήκωσε το βλέμμα και είπε: «Εάν εσύ Έστερ, δεν έχεις υπογράψει τίποτε, δεν οφείλουμε να πληρώσουμε τίποτε.

Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.

Η ίδια σκοροφαγωμένη ντουλάπα που επάνω της ήταν τοποθετημένα στη σειρά πορτοΚαλία και λεμόνια και γυάλιζαν με το φως του δειλινού σαν χρυσαφένιοι καρποί.

Τον κοίταζε από κάτω προς τα επάνω, ικετευτικά, με τα γλυκά του μάτια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ο Έφις πήρε τη σακούλα με το ψωμί, αλλά δεν μπορούσε να φάει. Ένοιωθε μια βαθειά αγωνία να του σφίγγει το λαιμό. «Κανένα κακό! Η κοπέλα όμως, παρ’ όλο που είναι καλή, είναι φτωχιά και δεν σου αξίζει.» «Η αγάπη δεν ξέρει από φτώχια και ευγενική καταγωγή.