United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.

Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.

Κ' επειδή εκείνος ερωτούσε γιατί τα κάνει αυτά και τον επρόσταζε να του ειπή και του ορκιζόταν πως θα του κάνη τη χάρη, ο Γνάθωνας είπε: — Πάει, αφέντη, ο Γνάθωνάς σου· αυτός, που ίσαμε τώρα αγαπούσε μονάχα τα τραπέζια, που προτήτερα ορκιζότανε ότι τίποτε δεν είναι ομορφότερο από το παλιό κρασί, που από τα παιδιά της Μιτυλήνης θαρρούσε καλλίτερους τους μαγέρους σου· τώρα μονάχα ο Δάφνης μου φαίνεται πως είναι όμορφος· και μη δοκιμάζοντας πια τα πλούσια φαγιά σου, αν και κάθε μέρα ετοιμάζονται τόσα κρέατα, ψάρια, γλυκά, με χαρά μου θα γινόμουνα γίδα για να τρώω χορτάρι και φύλλα, ν' ακούω το σουραύλι του Δάφνη και να με βόσκη εκείνος· μα εσύ γλύτωσε τον Γνάθωνά σου και τον ανίκητο έρωτα καταπόνεσέ τον.

Πού είχε τα μάτια του ο Γερο-Λαλεχός; Ο Μαθιός ήθελε να βγάλη ένα βάρος απ' την ψυχή του. Μέσα του θαρρούσε πως κάτι έφταιγε κι' αυτός. Μα πάλι έλεγε με το νου του: «Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε. Της είπα πως παντρεύτηκε. Αν με πίστευε δε θα πνιγόταν κι' αυτή. Μα βλέπεις ο Πειρασμός της έβαλε στο νου πως πνίγηκε. Και πήγε να τονέ βρη». — Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε! είπε σε λίγο δυνατά.

Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα. Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτα μον εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. 50 Κάλοι, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μον βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση.

Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται... Και μέσα στόνειρό του καμάρωνε την παράξενη Πολιτεία, που ένας αμίλητος θεός την είχε πλάσει κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Οι ευγενικοί ρυθμοί, τα ωραία κινήματα, οι πλαστικές ομορφάδες, έπλαθαν έτσι νέες μυστικές μελωδίες κ' έδεναν ασύγκριτα σε μια σιωπηλήν ορχήστρα τις πνευματικές αρμονίες της ζωής.

Κ' η Χλόη χαιρότανε κ' επίστευε σαν κόρη και σαν βοσκοπούλα και που θαρρούσε, και τα γίδια και τα πρόβατα είναι για τους βοσκούς και τους γιδάρηδες ξεχωριστοί θεοί.

Εκεί που θαρρούσε κανείς πως ο Browning ήταν μυστικιστής, αυτοί πάσχισαν ν' αποδείξουν ότι δεν ήταν παρά ένας μουγγός. Εκεί που κανένας φανταζόταν πως κάτι είχε να κρύψη, αυτοί αποδείξανε ότι πολύ λίγα πράγματα είχε να μας αποκαλύψη. Αλλά μιλώ τώρα μονάχα για την ασυνάρτητη εργασία του. Εν συνόλω ο άνθρωπος ήταν μεγάλος.

Δεν το πρόβλεπε πως η Εκκλησία εκείνη, που τηνέ θαρρούσε απλή λατρεία του Αληθινού Θεού, είταν εθνικό μας πράμα, ολοζώντανο και παντοδύναμο, που είχε δεν είχε έμελλε να καταπιή κάθε άλλη ιδέα, και να σταθή ολομόναχο στην Ανατολή, ανάμεσα στα εθνικά τα στοιχεία που το θρέφανεγλώσσα, φιλολογία, συνήθειες.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.