United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κιάν δε μ' οχτρεύγεσαι ακόμη, είπε με μειδίαμα η Πηγή, κόπιασ' από μέσα. Ο Μανώλης εισήλθε κατακόκκινος από εντροπήν και χαράν. — Καλώς τονε το μανισμένο! είπεν η Πηγή, ακτινοβολούσα. Και αφού του προσέφερε καθέκλαν, εκάθησε και αυτή απέναντι εις το «σανίδι» του αργαλειού. — Εγώ 'λεγα πως δε θα μου ξαναμίλιες μπλειο ... εξηκολούθησε.

Μόλις όμως ο κήρυξ ανήγγειλε μεγάλη τη φωνή την νέαν προσφοράν, εναρμονίως και με χαράν, ως μαθητής αλλάζων το μάθημά του, κ' εμφανισθείς προ της θύρας ο καπετάν-Παρμάκης, κατακόκκινος, ωργισμένος, με την ναυτικήν του γούναν και τον βαρύν κούκκον, εκραύγασε χωρίς να εισέλθη·Είκοσι χιλιάδες! Κ' έγεινεν άφαντος, επισείων απειλητικώς την βαρείαν κεφαλήν του, και την βαρυτέραν ράβδον του.

Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Οι νέοι χωρίστηκαν βιαστικά μ' ένα ξεφωνητό γεμάτο από λύπη και οργή. Ο Δημητράκης τα σάστισε, σα να τον πιάσανε κλέφτη σε κάποιο πολυάκριβο καρπό. Κατακόκκινος έρριξε κάτω τα μάτια του κ' έκανε πως ψάχνει, πασπατεύοντας τις τσέπες του για να κρύψη τη ντροπή. Η Ελπίδα όμως συνήρθε γρήγορα κ' έβαλε τα γέλοια και τα ξεφωνητά, θέλοντας να χύση γύρωτριγύρω τη χαρά της.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τώρα θα έλθουν, σύντροφε· μερικοί απ' αυτούς δεν στέκουν καλά στα πόδια, ολίγος αέρας αν τους φυσήση, θα τους ρίξη κάτω. Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ο Λέπιδος είναι κατακόκκινος. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τον έκαμαν να πιή και το μερίδιον των άλλων.

Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

Εις την ξυλίνην θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν' αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανετον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν, έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από της θύρας: — Εικοσιτέσσαρες!

Η συζήτηση για τη μόρφωση του κύκλου έπερνε δρόμο. — Ο ναύαρχος έδοσεν ένα σήμα ότι φτάνει, και το «έρχομαι εσπευσμένως» το «ως» τόγραψες με όμικρον. — Από τη βίαση μου μωρέ λάπαθο. — Βέβαια, ήσουνε και συ ε σ π ε υ σ μ έ ν ο ς. Φύυυσα!! Ο άλλος απάντησε κατακόκκινος στον πρώτο: — Το νου σου και θα σε κουτουλήσουνε, βρε! — Τι; — Οι οξείες, οι βαρείες και οι περισπωμένες.

Αλλ' ο καπετάν-Φώκας, ολομόναχος πάντοτε, εν τη πρύμνη, προσπαθών κατόπιν ν' ανοίξη δευτέραν φιάλην κονιάκ, κατακόκκινος και μισοζαλισμένος, παρά την θερμάστραν, ην προλαβών προσήναψεν ο καμαρώτος, έθραυσε τον λαιμόν αυτής και εχύθη το πλείστον του ποτού επί των αναμμένων ξύλων. Πάραυτα φλόγες πρασινογάλαζοι τον εκύκλωσαν έντρομον να τον καύσουν.

Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ' εαυτού τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον αποσπάση από του χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων ίδρωσε. Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος.