United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου ! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν' απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα......Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης.

Ο ποταμός είχεν αναβή εις ύψος πολύ μέγα, πλειότερον των δεκαοκτώ πήχεων, και κατέκλυσε τους αγρούς, ότε σφοδρός άνεμος ηγέρθη και ο ποταμός ήρχισε να κυματίζη. Τότε ο βασιλεύς παραφερθείς υπό ανοήτου θυμού, ήρπασεν ακόντιον και το έρριψεν εις τας δίνας του ποταμού. Αλλ' αίφνης οι οφθαλμοί του εσκοτίσθησαν και εγένετο μετ' ολίγον τυφλός.

Δεν ήθελε με το καλό; Τότε θα την έπαιρνε με το στανιό. Την ήρπασεν από την οσφύν και την ανύψωσεν ως παιδίον. Και ήτο έτοιμος να την θέση ως δοκόν εις τον ώμον του και να διευθυνθή προς τα βουνά, αλλά την τιτανικήν του απόφασιν ανέκοψε δυσάρεστος εξαφνισμός. — Μωρέ άτιμε Πατούχα! ... εβρυχήθη από τον φράκτην φωνή γνωστή.

Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Εν τούτοις ο Βινίκιος ήτο βέβαιος ότι είχεν ανεύρει τον κοιτώνα της Λιγείας, διότι από ήλους καρφωμένους εις τον τοίχον εκρέμαντο τα ενδύματά της, και επί της κλίνης εκείτο η στηθοδεσμίς, ήτοι η στενή εσθής, την οποίαν αι γυναίκες φορούσιν εσωτερικώς. Ο Βινίκιος την ήρπασεν, επέθηκεν επ' αυτής τα χείλη του και ρίψας αυτήν επί του ώμου του εξηκολούθησε τας ερεύνας του.

Μετά την αρπαγήν της Ελένης, πολυάριθμος στρατός Ελληνικός μετέβη εις την Τρωάδα διά να βοηθήση τον Μενέλαον· αποβάς εις την ξηράν ο στρατός ούτος, έστησε το στρατόπεδόν του και έπεμψεν εις το Ίλιον πρέσβεις μεταξύ των οποίων ήτο ο Μενέλαος· εισήλθον ούτοι εις την πόλιν, απήτησαν την απόδοσιν της Ελένης και τους θησαυρούς τους οποίους μετ' αυτής ήρπασεν ο Αλέξανδρος και εζήτησαν ικανοποίησιν διά τα αδικήματα ταύτα.

Με ήρπασεν αμέσως ο Αράπης από τον βραχίονα και προτού προφθάσω να είπω λέξιν, άνευ ουδεμιάς περαιτέρω εξετάσεως προς εξακρίβωσιν των υποψιών, τας οποίας τα κατηραμένα μου υποδήματα προεκάλεσαν, με οδηγεί εις στενόν δωμάτιον ημιφωτιζόμενον υπό μικρού φεγγίτου, με ωθεί βιαίως από των ώμων και με κλείει εντός αυτού.

Ούτω έφθασε μέχρι του Γιώργου Σπαθόγιαννου, ο οποίος το έφερεν εντίμως, μέχρις ου ο Τόσκης, ενεδρεύσας παρά το Μαργαρίτι το ήρπασεν αφού ήρπασε και την ζωήν του. Αλλ' η τιμή της οικογενείας απήτει πάση θυσία να επανακτηθή το καριοφύλλι εκείνο. Αδιάκοπος και πεισματώδης αγών ήρχισε μεταξύ του Ταχίρ Γιάτση και της οικογενείας της Μαλάμως.

Και συγχρόνως εναπέθετεν εις τον κόλπον μου μικρόν δέμα περιέχον όσα κοσμήματα είχε δυνηθή να περισώση. Την ενηγκαλίσθην και εφίλουν τον λαιμόν της και έλεγα•― Όχι, όχι, όλοι ομού θα σωθώμεν.... Εκεί, με ήρπασεν εκ του βραχίονος ο πατήρ μου. ― Πήγαινε με τας αδελφάς σου. Ερχόμεθα κατόπιν ημείς. Η λέμβος ήτο ήδη πλήρης, αι δε αδελφαί μου εκάθηντο εντός αυτής.