United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανύψωσεν είτα προς ουρανόν μεμψίμοιρον βλέμμα, αλλ' ουδεμία εκ των εκεί αγίων κατέβη να προσφέρη εις αυτόν τα χείλη της προς παρηγορίαν, ως ο Βάκχος εις την Αριάδνην^ έπειτα ο Φρουμέντιος δεν ήτο γυνή, και τις οίδεν αν, εις ην ευρίσκετο διάθεσιν, δεν ήθελεν αγροίκως απωθήσει και αυτήν την Αγ. Θαΐδα ή την ξανθήν Μαγδαληνήν; Ότε ενύκτωσεν, επέστρεψε και πάλιν εις το σπήλαιον.

Και εθέσπισε νόμον τρομερόν, διά του οποίου η υπερβολή τιμωρεί την έλλειψιν, και ο κόρος την πείναν και ανύψωσεν αγχόνην, ήτις μεταθέτει εις τον λαιμόν ολόκληρον τα βάρος του σώματος εκείνου, όπερ ετράφη και εβάρυνε διά τροφής ατυχούς, κλαπείσης δις· κλαπείσης από τας χείρας ενός κλέπτου, όστις την είχε κλέψη από την φύσινδηλαδή από τον Θεόν.

Και προχωρών σατυρίζει την αμάθειαν των κριτικών της «Παπίσσης». «Ο Χάρτης» αφού ανύψωσεν έως εις τα άστρα την ε υ φ υ ί α ν, την γλαφυρότητα, την αττικήν χάριν και τ' άλλα προτερήματά του συγγραφέως της Ιωάννας, κατηγορεί έπειτα αυτόν διότι εισήγαγεν εις την Ελλάδα τον άσεμνον ρωμαντισμόν των Φράγκων, του οποίου ιδρυταί είναι ο . . . Πιρών και ο Παρνύ, ενώ οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αποθαμένοι προ πολλού, όταν ο Ουγκώ και οι σύντροφοί του εφευρήκαν τον ρωμαντισμόν . . .

Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των ώμων το σάλι της. Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου. — Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα.

Ευχαρίστησιν, έλεγαν, να βλέπουν όλα αυτά τα πράγματα. Ήτο τόπος μαρτυρίου, τον οποίον το άσμα του Βύρωνος ανύψωσεν εις τον κόσμον της ποιήσεως. Ο Ρούντυ είχε το αίσθημα, ότι ωδηγήθη αυτός εις τόπον μαρτυρίου.

Ωραίον όνειρον ήλθε τότε να αναπτερώση την καταπεπονημένην αυτής φαντασίαν και να γλυκάνη την πικρίαν της καρδίας της. Είδε καθ' ύπνους, ότι ευώδης και δροσερά ζεφύρου πνοή ανύψωσεν αυτήν υπέρ την γην και την έφερεν εναέριον· ησθάνετο εαυτήν ελαφράν ως πτερόν και τα στήθη της τα βεβαρημένα διεστέλλοντο ως πέπλος κυματίζων.

Δεν ήθελε με το καλό; Τότε θα την έπαιρνε με το στανιό. Την ήρπασεν από την οσφύν και την ανύψωσεν ως παιδίον. Και ήτο έτοιμος να την θέση ως δοκόν εις τον ώμον του και να διευθυνθή προς τα βουνά, αλλά την τιτανικήν του απόφασιν ανέκοψε δυσάρεστος εξαφνισμός. — Μωρέ άτιμε Πατούχα! ... εβρυχήθη από τον φράκτην φωνή γνωστή.

Και αποσυρθείσα προς τον παρακείμενον ξηρότοιχον, ήρπασε μεγάλην πέτραν και την ανύψωσεν απειλητικώς: — Δε σούπανε, μωρέ ασκημάνθρωπε, να μη μου ξαναμιλήσης; Γκρεμίσου απ' ομπρός μου να μη σου κάμω την κεφαλή σου ρόκα! Αλλ' ο Μανώλης, αντί ν' απομακρυνθή, έκλινε την κεφαλήν και είπε με πραότητα: — Δος μου, Μαρούλι. Εγώ, και να με σκοτώσουνε τα χεράκια σου τάσπρα, δε θα πονέσω.

Σκηνογραφία έξοχος εξόχου γραφέως, την οποίαν διά μαγικού ελατηρίου ανύψωσεν επί του αιθρίου ορίζοντος η πολυέραστος πρωινή νύμφη φωτίσασα αίφνης διά μαλακού, καθηδύνοντος φωτός, το Αιγαίον. Ο σεμνότατος Άθως, τριγωνικός ως πυραμίς Αιγυπτιακή, εις το βάθος, επιβάλλων διά του μεγαλείου του και αναγκάζων σε, γονυκλινή, εις επιτακτικήν προσκύνησιν.