United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το όνειρον όπερ ανήγγειλεν εις αυτούς τον κίνδυνον, συνέπιπτε πιθανώς με τας υπονοίας εις τας οποίας τους ενέβαλεν ο ωμός και δόλιος τύραννος, όστις είχεν εκφράσει υποκριτικήν επιθυμίαν να σπεύση και αυτός να προσκυνήση το θείον Τέκνον· και επειδή ευλόγως δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι εγνωστοποίησαν τους φόβους των και εις τον Ιωσήφ, ούτος ευρέθη προπαρεσκευασμένος διά την καθ' ύπνους ειδοποίησιν του αγγέλου και την εξαγγελίαν του κινδύνου και την προσταγήν να φύγη εις Αίγυπτον, όπως σώση το Βρέφος από την ζηλοτυπίαν του Ηρώδου.

Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς.

Πολλάκις έκτοτε μ' επεσκέφθη καθ’ ύπνους η πένθιμος της Ιωάννας σκιά, θνησιγενές βρέφος κρατούσης εις τας αγκάλας• την δε ημέραν εζήτουν παντοιοτρόπως να μάθω τι περί της μοναδικής ταύτης ηρωίδος.

Του εφαίνετο ότι έβλεπε καθ' ύπνους ένα ξυλουργόν εργαζόμενον και πλησίον του μικρόν τι παιδίον, το οποίον συνήθροιζε σχίδακας. Τότε εισήλθεν εις το εργαστήριον μία παρθένος ενδεδυμένη πράσινα, ήτις τους εκάλεσεν εις το γεύμα και παρέθηκεν εις αυτούς ζωμόν. Όλην αυτήν την σκηνήν ενόμιζεν ότι την έβλεπεν ο Επίσκοπος κρυμμένος όπισθεν της θύρας, διά να μη τον βλέπουν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μη διά τούτο τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι, ώστε ν' αφίνωμε απ' τα γένεια να μας πιάνη ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι. 'Σ ολίγο κάτι περισσότερο θ' ακούσης· τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω, μπορείς να φαντασθής, — Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;

Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη. Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν, και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν. Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον, κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν.

Ως τόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ναστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλλίτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέηκο το χαγιάτι. Παράξενο σπίτι!

««Ως η έλαφος επιποθεί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου εδίψησε προς σε, αδελφή μου . Θρήνος κατέλαβε με και ύδωρ ρέουσι τα βλέφαρά μου . Τα δάκρυα είναι η τροφή της ημέρας και των νυκτών μου ο ύπνος . Ο πεινών ονειρεύεται άρτους, καγώ σε είδον καθ’ ύπνους, Ιωάννα αλλ' εξύπνησα και δεν σε εύρον πλησίον μου. Αναβάς τότε τον όνον μου τον μαύρον ήλθον εις το σκήνωμά σου το άγιον.

Απομάκρυνε από με τη μάταιη παρηγοριά. Επίβλεψε τους ύπνους μου για να μη τον ονειρευτώ. Σβύσε, Κύριε, της ευτυχίες που είχα στο πλευρό του. Σκότισε μέσα στο πνεύμα μου τα ηλιοβασιλέμματα που κυττάξαμε μαζί μ' εκείνον· μάρανε τη θάλασσα των σπαρτών που μου είχε δείξει· αφάνισε από μπρος μου ό,τι αυτός είχεν αγαπήσειτοπεία, μορφές, πολιτισμούς.

Πριν ή τελειώση ταύτην, βλέπει μικρόν τρίπουν κείμενον ενώπιόν του, και επ' αυτού εφθά ωά αχνίζοντα, οπώρας και γάλα. Ο Πλήθων εδείπνησε σιωπηλός, και δεν ετόλμα να άρη την φωνήν προς ευχαριστίαν σεβόμενος της φιλοξένου θεάς το αόρατον. Ότε δε απεκοιμήθη επί της χλωράς κοιτίδος, τότε τω επεφάνη καθ' ύπνους η Δρυάς. Ήτο υψηλή και ωραία, η ξανθή κόμη της ήτο περιδεδεμένη με θαλλούς και με αστάχεις.