United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν ένας λαός αρχαίος που προχωρούσε, προχωρούσε ψέλνοντας απλοϊκούς ύμνους των πρώτων χριστιανών, προχωρούσε, προχωρούσε, μεθυσμένος από πόνο και ελπίδα, σε ένα δρόμο σκοτεινό που έβγαζε σε τόπο φωτεινό αλλά μακρινό, απλησίαστο. Ο Έφις, με το κεφάλι μες στα χέρια έψελνε και έκλαιγε. Η Γκριζέντα κοίταζε μπροστά της με μάτια υγρά που αντανακλούσαν τη φλόγα των κεριών∙ έψελνε και έκλαιγε κι εκείνη.

Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας. Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δος μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα: Δε φταίν' οι Χανούμισσες.

Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.

Και έριξε στον άρρωστο ένα ασημένιο νόμισμα. Τότε άρχισε ένας συναγωνισμός ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα στον καταδικασμένο να πεθάνει σύντομα. Τα νομίσματα έπεφταν βροχή πάνω στο δισάκι του έτσι που ο σύντροφος του ΄Εφις κιτρίνισε από το κακό του και η φωνή του έτρεμε από ζήλια. Το μεσημέρι αρνήθηκε να φάει, έπειτα σώπασε και φάνηκε να μελετάει κάτι σκοτεινό.

και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό, και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα. Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά· το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι. Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

Γίνου γενναίος, Κώστα, για την ευτυχία του. Το παιδί μας είναι η αύριον, είναι η ελπίδα και η χαρά. Και μείς είμεθα κείνοι που πέρασαν από ένα κακό, σκοτεινό, σάποιο της ζωής μονοπάτι. Είμεθα η χθες, το παρελθόν. Η ζωή εκείνου πλέει εις το φως, ενώ η δική μας είναι βουτηγμένη εις ένα μαύρο σκοτάδι.

Και ο πόνος τού ενός ήταν όμοιος με τον πόνο της άλλης, ήταν ο πόνος ενός ολόκληρου λαού που έφερνε στο νου του, σαν τον υπηρέτη, ένα σκοτεινό παρελθόν και ονειρευόταν, σαν το κορίτσι, ένα φωτεινό μέλλον με τα βάσανα της αγάπης. Έπειτα έπεσε σιγή. Ο Τσουαναντόνι, ανυπόμονος να ξαναρχίσει το ακορντεόν, ήταν ο πρώτος που πετάχτηκε έξω με το σκούφο του στο χέρι.

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Κι από κάτω, από το υγρό και σκοτεινό υπόγειο, ακουγότανε σε λιγάκι η φωνή της να τραγουδή κρουσταλλένια, όπως τραγουδεί ένα καναρίνι μέσα στο κλουβί του.

Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου. Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί. — Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου! — Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκείκαι έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν.